Παραμονή Χριστουγέννων βράδυ.
Ποια χρονιά ακριβώς δεν θυμάμαι, πρέπει να ήμουν
γύρω στα πέντε. Όπως πάντα είχαμε μαζευτεί όλα τα ξαδέρφια και ετοιμαζόμασταν
να ξαπλώσουμε. Είχαμε ήδη απλώσει τους υπνόσακούς μας πάνω στη φλοκάτη μπροστά
από το τζάκι. Οι κάλτσες μας κρέμονταν σχεδόν πάνω από τα κεφάλια μας και
περίμεναν … τα δώρα.
Αυτή τη φορά ήμασταν αποφασισμένοι: θα μέναμε ξύπνιοι να
δούμε τον Άγιο Βασίλη! Είχαμε καταστρώσει και σχέδιο. Τρεις θα κοιμόντουσαν και
ένας θα έμενε ξύπνιος, σκοπιά. Στην ώρα θα ξύπναγε τον επόμενο και θα έπεφτε
εκείνος για ύπνο. Ακόμα, ο Πέτρος, ο μεγαλύτερος απ’ όλους είχε την ιδέα να
ξαπλώσουμε όσο γίνεται πιο κοντά στο τζάκι και να απλωθούμε έτσι ώστε να είναι
σχεδόν αδύνατον να μην μας ακουμπήσει ο Άγιος Βασίλης όταν θα πέρναγε για να
πάει στο τραπέζι με τους κουραμπιέδες και τα μελομακάρονα. Γιατί πάντα πήγαινε!
Πλύναμε τα δόντια μας και τρέξαμε να χωθούμε στους υπνόσακους . Έβαλα τον φακό μου κάτω από το μαξιλάρι αφού πρώτα έλεγξα πως δούλευε και πως είχα και εφεδρική μπαταρία. Έπρεπε να κοιμηθώ γιατί σε δύο ώρες θα με ξύπναγαν. Όμως είχα τρομερή υπερδιέγερση και δεν μπορούσα να ησυχάσω. Στην αρχή άρχισα να μετράω. Δεν ξέρω γιατί το έκανα αφού ποτέ δεν έπιανε. Μετά με ενοχλούσε ο φακός του Πέτρου που κρατούσε σκοπιά διαβάζοντας Αστερίξ και έβαλα και το κεφάλι μέσα στον υπνόσακο. Όμως ίδρωνα και νόμιζα πως δεν μπορώ να αναπνεύσω. Στριφογύριζα αρκετή ώρα και όταν τελικά ηρέμησα και με πήρε ο ύπνος, ήταν ώρα να σηκωθώ.
Πλύναμε τα δόντια μας και τρέξαμε να χωθούμε στους υπνόσακους . Έβαλα τον φακό μου κάτω από το μαξιλάρι αφού πρώτα έλεγξα πως δούλευε και πως είχα και εφεδρική μπαταρία. Έπρεπε να κοιμηθώ γιατί σε δύο ώρες θα με ξύπναγαν. Όμως είχα τρομερή υπερδιέγερση και δεν μπορούσα να ησυχάσω. Στην αρχή άρχισα να μετράω. Δεν ξέρω γιατί το έκανα αφού ποτέ δεν έπιανε. Μετά με ενοχλούσε ο φακός του Πέτρου που κρατούσε σκοπιά διαβάζοντας Αστερίξ και έβαλα και το κεφάλι μέσα στον υπνόσακο. Όμως ίδρωνα και νόμιζα πως δεν μπορώ να αναπνεύσω. Στριφογύριζα αρκετή ώρα και όταν τελικά ηρέμησα και με πήρε ο ύπνος, ήταν ώρα να σηκωθώ.
Είχε έρθει η σειρά μου. Έβαλα μια μακριά μάλλινη ζακέτα πάνω από την πιτζάμα
μου και πήγα να πλύνω το πρόσωπό μου για να ξυπνήσω καλύτερα. Γυρίζοντας,
πέρασα δίπλα από το στρωμένο τραπέζι. Εκτός από τα μελομακάρονα και τους
κουραμπιέδες υπήρχε και ένα μπολ με σοκολατένιες ελίτσες που ήταν οι αγαπημένες
μου και δεν είχα φάει ούτε μία.
«Θα φας όσες θέλεις αύριο, αυτές είναι για τον
Άγιο Βασίλη», μου είχε πει η μαμά μου.
Τώρα όμως όλοι κοιμόντουσαν, ο Άγιος
Βασίλης δεν είχε έρθει ακόμα και οι ελίτσες ήταν μπροστά μου!
«Δεν θα τον
πειράξει εάν φάω μία».
Άπλωσα το χέρι μου και πήρα μία. Μμμ!
«Ε, άλλη μία ούτε
καν θα φανεί».
Κι άλλη μία, κι άλλη κι άλλη, μέχρι που άδειασα το μισό μπολ.
Πάλι καλά που είχε μείνει το άλλο μισό! Πήγα στην κουζίνα, ήπια ένα ποτήρι νερό
και ξαναγύρισα στο σαλόνι. Κρύωνα λίγο και αποφάσισα να μπω μέσα στον υπνόσακο
λιγάκι, ίσα ίσα για να ζεσταθώ και να ξαναβγώ.
Με ξύπνησε ο ξάδερφός μου που φώναζε πως εξαιτίας μου πάλι δεν είχαμε δει τον Άγιο Βασίλη. Με είχε πάρει ο ύπνος … Οι υπόλοιποι ευτυχώς ήταν τόσο ενθουσιασμένοι με τα δώρα τους που δεν μου είπαν τίποτα.
«Φέτος, ο Άγιος
Βασίλης μας ήρθε πολύ πεινασμένος. Εκτός από κουραμπιέ και μελομακάρονο έφαγε
και σχεδόν όλες τις ελίτσες», είπε η μαμά μου και με κοίταξε χαμογελώντας
πονηρά.
«Ωχ», σκέφτηκα, «λες να με μαρτύρησε ο Άγιος Βασίλης;»
Ύστερα η μαμά μου έσκυψε και μου είπε στο αυτί:
Ύστερα η μαμά μου έσκυψε και μου είπε στο αυτί:
«Πήγαινε να πλύνεις το
πρόσωπό σου. Έχεις πασαλειφτεί με σοκολάτα μέχρι τ’ αυτιά!»
από: http://scbwigreece.blogspot.gr