Απόσπασμα από το ηθογραφικό διήγημα "Γιορτές αγλύκαντες" (1982),του Δημήτρη Χίλιου, από την Συλλογή "Το Συγκέσιο", εκδ. "ΦΥΛΛΑ".
..............................
..............................
.............................. .....................
Ἡ ἐκκλησία ὁλόφωτη, ντυμένη γιορτινά γιά τή μεγάλη μέρα. Καινούργια ἁπλάδια στρωμένα, δανεισμένα ἀπό τήν προίκα κοριτσιῶν ἀνύπαντρων, γιά νά ’ρθουν σύντομα οἱ χαρές τους, λευκές κορδέλλες δεμένες παντοῦ.
Ἡ φαρδειά θολωτή ξύλινη πόρτα μέ τά πολύχρωμα τζαμάκια, κάτω ἀπό τό καλλιγραφημένο «Αὔτη ἡ Πύλη τοῦ οὐρανοῦ...», ἄνοιγε κάθε τόσο νά μπαίνουν οἱ ἐνορίτες καί τήν ἔκλεινε βιαστικά ὁ Κώστας ὁ Σκαρτσῆς, ὁ ἐπίτροπος, πού στεκόταν στό παγκάρι μέ τόν πρόεδρο τῆς Κοινότητας καί τόν ἄλλο ἐπίτροπο τόν Φώτη τόν Λιαρίτση γιά νά μοιράζουν στόν κόσμο κεριά καί λαμπάδες, νά κάνουν ποῦ καί ποῦ κανένα δυνατό σσσσσσστ, σάν χρειαζόταν.
Ἡ εἰκόνα τῆς Γέννησης, ὀμορφοστολισμένη, ὅλο χρυσάνθεμα καί γιασεμιά καρφωμένα στό στεφάνι ἀπό σμέρτα πού τήν τύλιγε, πάνω στόν ξύλινο σκαλιστό της θρόνο, λαμποκόπαγε στή φλόγα τῶν κεριῶν πού κρατάγαν τά δυό μανουάλια καί φωτίζαν τίς ἀμέτρητες θαμπάδες πάνω στό τζάμι ἀπ΄ τά φιλήματα.
Ὅλα καθαρά καί ταχτοποιημένα. Κι ὅλα νά .......
μυρίζουν λιβάνι ἁγιορίτικο καί δροσερά χειμωνιάτικα λουλούδια.
Ἡ Φροσύνη ἡ νεωκόρισσα πηγαινοερχόταν, νά σβήνει κεριά, νά δίνει καρέκλες σε γκαστρωμένες, ἄρρωστους, ἡλικιωμένους, καί πότε-πότε μέχρι τήν πόρτα τοῦ ἱεροῦ γιά ν’ ἀποπάρει τά παιδιά πού, γύρω στό μαγγάλι πού ἔκαιγε γιά ζεστασιά ἀλλά καί γιά τοῦ θυμιατοῦ τίς ἀνάγκες, ξεμασκλίζαν ἕνα πρόσφορο πού τούς εἶχε ὁ παπάς δομένο.
Τά μάλωνε ἡ Φροσύνη γιατί τῆς γιομίζαν τ’ ἁπλάδια ψίχουλα καί ποιός τά τίναζε μετά, καθώς καί γιατί μάλωναν μεταξύ τους κι ὅπως ὁ παπάς δέν τούς μίλαγε φτάναν ἔξω στο έκκλησίασμα οἱ ἀγριοφωνάρες τους.
Ἐκεῖνα, μές στά παιχνίδια καί τά τσακώματα, εἶχαν τό νοῦ τους καί κοιτάγαν κάθε τόσο ἀπό τήν πόρτα νά ἰδοῦν μπάς κι ἔρχεται ὁ Κωσταντής ὁ Τσουκάλας, ὁ ἐπίτροπος, γιατί μονάχα ἐκεῖνον φοβόσανται ἐπειδή τούς ἄστραφτε ἀπό ἕνα σκαμπίλι καί μετά τά ἔβγανε ἀπό τ’ αὐτί ἔξω στόν κόσμο καί τά ντρόπιαζε. Στό σκόλασμα ἄκουγε ἀπ’ τίς μανάδες, καί τί δέν ἄκουγε!
Ὅλοι καθαροί, ντυμένοι τά γιορτινά τους! Παρ΄ ὅλο τό τσουχτερό κρῦο καί τόν ἀέρα πού δερνόταν ἔξω, γλυκειά ζεστασιά ἁπλωνόταν στήν ἐκκλησία.
Τί θαυμάζεις Μαριάμ, τί ἐκθαμβεῖσθε τό ἐκ Σοῦ...,
Ἡ ἐκκλησία ὁλόφωτη, ντυμένη γιορτινά γιά τή μεγάλη μέρα. Καινούργια ἁπλάδια στρωμένα, δανεισμένα ἀπό τήν προίκα κοριτσιῶν ἀνύπαντρων, γιά νά ’ρθουν σύντομα οἱ χαρές τους, λευκές κορδέλλες δεμένες παντοῦ.
Ἡ φαρδειά θολωτή ξύλινη πόρτα μέ τά πολύχρωμα τζαμάκια, κάτω ἀπό τό καλλιγραφημένο «Αὔτη ἡ Πύλη τοῦ οὐρανοῦ...», ἄνοιγε κάθε τόσο νά μπαίνουν οἱ ἐνορίτες καί τήν ἔκλεινε βιαστικά ὁ Κώστας ὁ Σκαρτσῆς, ὁ ἐπίτροπος, πού στεκόταν στό παγκάρι μέ τόν πρόεδρο τῆς Κοινότητας καί τόν ἄλλο ἐπίτροπο τόν Φώτη τόν Λιαρίτση γιά νά μοιράζουν στόν κόσμο κεριά καί λαμπάδες, νά κάνουν ποῦ καί ποῦ κανένα δυνατό σσσσσσστ, σάν χρειαζόταν.
Ἡ εἰκόνα τῆς Γέννησης, ὀμορφοστολισμένη, ὅλο χρυσάνθεμα καί γιασεμιά καρφωμένα στό στεφάνι ἀπό σμέρτα πού τήν τύλιγε, πάνω στόν ξύλινο σκαλιστό της θρόνο, λαμποκόπαγε στή φλόγα τῶν κεριῶν πού κρατάγαν τά δυό μανουάλια καί φωτίζαν τίς ἀμέτρητες θαμπάδες πάνω στό τζάμι ἀπ΄ τά φιλήματα.
Ὅλα καθαρά καί ταχτοποιημένα. Κι ὅλα νά .......
μυρίζουν λιβάνι ἁγιορίτικο καί δροσερά χειμωνιάτικα λουλούδια.
Ἡ Φροσύνη ἡ νεωκόρισσα πηγαινοερχόταν, νά σβήνει κεριά, νά δίνει καρέκλες σε γκαστρωμένες, ἄρρωστους, ἡλικιωμένους, καί πότε-πότε μέχρι τήν πόρτα τοῦ ἱεροῦ γιά ν’ ἀποπάρει τά παιδιά πού, γύρω στό μαγγάλι πού ἔκαιγε γιά ζεστασιά ἀλλά καί γιά τοῦ θυμιατοῦ τίς ἀνάγκες, ξεμασκλίζαν ἕνα πρόσφορο πού τούς εἶχε ὁ παπάς δομένο.
Τά μάλωνε ἡ Φροσύνη γιατί τῆς γιομίζαν τ’ ἁπλάδια ψίχουλα καί ποιός τά τίναζε μετά, καθώς καί γιατί μάλωναν μεταξύ τους κι ὅπως ὁ παπάς δέν τούς μίλαγε φτάναν ἔξω στο έκκλησίασμα οἱ ἀγριοφωνάρες τους.
Ἐκεῖνα, μές στά παιχνίδια καί τά τσακώματα, εἶχαν τό νοῦ τους καί κοιτάγαν κάθε τόσο ἀπό τήν πόρτα νά ἰδοῦν μπάς κι ἔρχεται ὁ Κωσταντής ὁ Τσουκάλας, ὁ ἐπίτροπος, γιατί μονάχα ἐκεῖνον φοβόσανται ἐπειδή τούς ἄστραφτε ἀπό ἕνα σκαμπίλι καί μετά τά ἔβγανε ἀπό τ’ αὐτί ἔξω στόν κόσμο καί τά ντρόπιαζε. Στό σκόλασμα ἄκουγε ἀπ’ τίς μανάδες, καί τί δέν ἄκουγε!
Ὅλοι καθαροί, ντυμένοι τά γιορτινά τους! Παρ΄ ὅλο τό τσουχτερό κρῦο καί τόν ἀέρα πού δερνόταν ἔξω, γλυκειά ζεστασιά ἁπλωνόταν στήν ἐκκλησία.
Τί θαυμάζεις Μαριάμ, τί ἐκθαμβεῖσθε τό ἐκ Σοῦ...,
ἔψελνε ὁ Νίκος ὁ Σπυράκης ἀπό τό δεξιό ἀναλόγιο. Κι ὁ Γιώργης ὁ Κοκόλας, καθαροντυμένος καί φρεσκοξυρισμένος, ὅλο κοψίματα, σήμερα εὐτυχῶς ἦρθε ξεμέθυστος εἶπε τό πρωΐ ὁ παπάς στόν πρόεδρο τόν Μέλτη τόν Φραγκαλέξη πού ἦταν κι ἐπίτροπος στήν ἐκκλησία, συνέχιζε ὄχι μόνο μέ τή φωνή μά καί μέ τά χέρια του, ἐκφραστικότατα, μελωδώντας στόν ὕμνο.
Δεῦτε ἴδωμεν πιστοί, ποῦ ἐγεννήθη ὁ Χριστός•
ἀκολουθήσωμεν λοιπόν ἔνθα ὁδεύει ὁ ἀστήρ,
μετά τῶν μάγων ἀνατολή τῶν Βασιλέων.
ἄγγελοι ὑμνοῦσιν ἀκαταπαύστως ἐκεῖ•
ποιμένες ἀγραυλοῦσιν ὠδήν ἐπάξιον.
Δόξα ἐν ὑψῖστοις λέγοντες,
τῷ σήμερον ἐν Σπηλαίῳ τεχθέντι
ἐκ τῆς Παρθένου καί Θεοτόκου
ἐν Βηθλεέμ τῆς Ἰουδαίας.
Σέ λίγο τέλειωνε ἡ ἀκολουθία τῶν Ὡρῶν, μπαίνανε πιά στή λειτουργία. Ὁ παπα-Ἀντρέας ἔβγαινε τώρα γιά τή Μικρά Εἴσοδο μέ τό Εὐαγγέλιο ψηλά σηκωμένο, μέ τά καινούργια του χρυσοκόκκινα ἄμφια φρεσκοσιδερωμένα –στήν πέννα τόν εἶχε ἡ παπαδιά– καί τά παιδιά νά προπορεύονται μέ τίς λευκές ποδιές καί τίς τόρτσες μέ λευκό κερί καί κολλαριστές κορδέλλες, ὅλα τά εἶχε στήν ἐντέλεια ἑτοιμασμένα ἡ Φροσύνη ἡ νεωκόρισσα.
Ὁ Γιάννης τοῦ Πέτρου τοῦ Κόλβερη, θυμωμένος μέ τή νεωκόρισσα τῆς ἄλλης ἐνορίας, πού τόν εἶχε μαλωμένο, ἐρχόταν στόν αϊ-Νικόλα τώρα καί κρατάγαν μέ τόν Δημητράκη τοῦ παπά τίς λαμπάδες, καμμιά φορά τσακωνόσανται κιόλας γιά τό θυμιατό ὅπως καί τά ἀπογεύματα σάν παῖζαν οἱ δυό τους τούς παπάδες στή γειτονιά κι ἁρπαζόσανται γιά τό ποιός θά κάμει τόν Δεσπότη καί ποιός τόν Πρωτοσύγκελο.
Μάλιστα στήν ἐκκλησία κρύβαν τίς ποδιές ἀπό τό βράδυ πίσω ἀπό τίς παλιές εἰκόνες τοῦ ἱεροῦ γιά νά μήν προλάβουν τό πρωΐ τ’ ἄλλα παιδιά καί τίς φορέσουν.
Δεῦτε ἴδωμεν πιστοί, ποῦ ἐγεννήθη ὁ Χριστός•
ἀκολουθήσωμεν λοιπόν ἔνθα ὁδεύει ὁ ἀστήρ,
μετά τῶν μάγων ἀνατολή τῶν Βασιλέων.
ἄγγελοι ὑμνοῦσιν ἀκαταπαύστως ἐκεῖ•
ποιμένες ἀγραυλοῦσιν ὠδήν ἐπάξιον.
Δόξα ἐν ὑψῖστοις λέγοντες,
τῷ σήμερον ἐν Σπηλαίῳ τεχθέντι
ἐκ τῆς Παρθένου καί Θεοτόκου
ἐν Βηθλεέμ τῆς Ἰουδαίας.
Σέ λίγο τέλειωνε ἡ ἀκολουθία τῶν Ὡρῶν, μπαίνανε πιά στή λειτουργία. Ὁ παπα-Ἀντρέας ἔβγαινε τώρα γιά τή Μικρά Εἴσοδο μέ τό Εὐαγγέλιο ψηλά σηκωμένο, μέ τά καινούργια του χρυσοκόκκινα ἄμφια φρεσκοσιδερωμένα –στήν πέννα τόν εἶχε ἡ παπαδιά– καί τά παιδιά νά προπορεύονται μέ τίς λευκές ποδιές καί τίς τόρτσες μέ λευκό κερί καί κολλαριστές κορδέλλες, ὅλα τά εἶχε στήν ἐντέλεια ἑτοιμασμένα ἡ Φροσύνη ἡ νεωκόρισσα.
Ὁ Γιάννης τοῦ Πέτρου τοῦ Κόλβερη, θυμωμένος μέ τή νεωκόρισσα τῆς ἄλλης ἐνορίας, πού τόν εἶχε μαλωμένο, ἐρχόταν στόν αϊ-Νικόλα τώρα καί κρατάγαν μέ τόν Δημητράκη τοῦ παπά τίς λαμπάδες, καμμιά φορά τσακωνόσανται κιόλας γιά τό θυμιατό ὅπως καί τά ἀπογεύματα σάν παῖζαν οἱ δυό τους τούς παπάδες στή γειτονιά κι ἁρπαζόσανται γιά τό ποιός θά κάμει τόν Δεσπότη καί ποιός τόν Πρωτοσύγκελο.
Μάλιστα στήν ἐκκλησία κρύβαν τίς ποδιές ἀπό τό βράδυ πίσω ἀπό τίς παλιές εἰκόνες τοῦ ἱεροῦ γιά νά μήν προλάβουν τό πρωΐ τ’ ἄλλα παιδιά καί τίς φορέσουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου