Ένα ταξίδι στο χρόνο,
μέσα από τα μονοπάτια της Ιστορίας,
για να γνωρίσουμε
τη Χαιρώνεια της Βοιωτίας.
τη Χαιρώνεια της Βοιωτίας.
Οδηγός μας ο Πλούταρχος,
ο συγγραφέας
του πασίγνωστου έργου
Βίοι παράλληλοι,
που αναλαμβάνει
του πασίγνωστου έργου
Βίοι παράλληλοι,
που αναλαμβάνει
να μας αφηγηθεί την
ιστορία
του περίφημου Λέοντα της περιοχής,
όπως την έπλασε με τη φαντασία της
η συγγραφέας Αθηνά Μπίνιου.
Ο θρύλος του λιονταριού
που φρουρεί
που φρουρεί
το μνημείο των πεσόντων Ιερολοχιτών,
πλασμένος από τη συγγραφέα
πάνω στα
χνάρια
των παλιών αφηγητών
των παλιών αφηγητών
και των λαϊκών παραμυθάδων,
δίνει ένα ολόφρεσκο
κείμενο,
πλούσιο όμως σε μηνύματα,
που προκαλεί τη συγκίνηση
του αναγνώστη
οποιασδήποτε ηλικίας.
οποιασδήποτε ηλικίας.
Ακολουθεί μια ωραία βιβλιοπαρουσίαση από την ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ για το βιβλίο της
Αθηνάς
Μπίνιου
Άριστα επιμελημένο βιβλίο,
που περικλείει μια πρωτότυπη και ενδιαφέρουσα ιστορία·
ο ήρωας και πρωταγωνιστής εδώ είναι ένα λιοντάρι.
Συγκεκριμένα ο Λέων της Χαιρώνειας.
που περικλείει μια πρωτότυπη και ενδιαφέρουσα ιστορία·
ο ήρωας και πρωταγωνιστής εδώ είναι ένα λιοντάρι.
Συγκεκριμένα ο Λέων της Χαιρώνειας.
Ως
γνωστόν, ο Λέων της Χαιρώνειας στήθηκε από τους Θηβαίους
επάνω στον κοινό τάφο των Ιερολοχιτών,
δίκην σεπτού φύλακα, για να τιμήσουν τους πεσόντες
-από τους άνδρες του Φιλίππου- ήρωες.
«Όπως πλησιάζει κανείς την πόλη, γράφει ο Παυσανίας,
βλέπει έναν κοινό τάφο των Θηβαίων
που σκοτώθηκαν στη μάχη εναντίον του Φιλίππου.
Δεν έχει επιγραφή αλλά πάνωθέ του στέκεται ένα λιοντάρι,
ίσως σαν αναφορά στην τόλμη των ανθρώπων.
Το ότι δεν έχει επιγραφή οφείλεται, κατά τη γνώμη μου,
στο ότι το θάρρος τους δεν ανταμείφθηκε με την αντίστοιχη καλή τύχη...».
Ο μαρμάρινος Λέων της Χαιρώνειας
είναι ύψους 5,5 μ. και το βάθρο του 3 μέτρα.
Στήθηκε λίγο μετά τη μάχη της Χαιρώνειας (7 Αυγούστου 338 π.Χ.),
αμέσως μόλις ο Φίλιππος επέτρεψε στους Θηβαίους
την ταφή των νεκρών τους.
Οι ανασκαφές, που διενεργήθηκαν στα τέλη του 19ου αιώνα
και στις αρχές του 20ού, αποκάλυψαν τους σκελετούς 254 ανδρών
μαζί με τμήματα οπλισμού.
έγεται ότι όταν ο Φίλιππος αντίκρισε πεσμένους τους ήρωες,
έκλαψε πικρά και αναφώνησε:
«Να χαθεί ο άνθρωπος ο οποίος έχει υποψίες
ότι αυτοί οι άνδρες έκαναν ή δέχτηκαν οτιδήποτε ευτελές».
Η έκφραση του λέοντος είναι πολύ σοβαρή· θλιμμένη μάλλον.
Παλαιότερα έλεγαν ότι κι αυτός θρηνούσε σιωπηλά τους γενναίους νεκρούς.
Η Αθηνά Μπίνιου φαντάστηκε τον σεπτό λέοντα νεογέννητο.
Πως τάχα κυνηγοί είχαν σκοτώσει τον πατέρα
και είχαν εκδιώξει τη μητέρα.
Και πως βρέθηκε σ' έναν θάμνο να βυζαίνει
από τον μαστό μιας προβατίνας.
«Πώς βρέθηκε αυτό εδώ;»
ξαφνιάστηκε ένας νεαρός βοσκός, ο Τροφώνιος,
και γύρισε απορημένος προς τον παιδικό του φίλο,
κι εκείνος επίσης βοσκός, τον Αριστείδη.
Κρατούσε στην αγκαλιά του το λιονταράκι.
«Πρέπει να είναι το λιονταράκι που άφησε πίσω της η λέαινα.
Στον αγώνα της να σωθεί από τους κυνηγούς
θα της έπεσε από το στόμα».
Και μετά όλο το χάιδευε και διαρκώς το κανάκευε.
«Ω, πανέμορφο πλασματάκι, έλεγε,
είσαι του λιονταριού ο γιος κι απέμεινες μοναχό σου».
Τη νύχτα η προβατίνα πλάγιασε κοντά του
και του αγκάλιασε το κεφαλάκι να το θηλάσει.
Ωραίες στιγμές. Ωραίες εικόνες.
Ξυπνούν ευεργετικά αισθήματα.
Παρακολουθείς τον γιο του λέοντος να μεγαλώνει
μες στην αγάπη και τον θαυμασμό,
αλλά μακριά από ομοφύλους του,
ανίδεος από μητρική λατρεία και θάλπος.
Όμως ο καιρός περνούσε. Μεγάλωσε.
Τα βράδια άπλωνε τα δυνατά του πόδια «σαν σε μαξιλάρια»
κι εκεί αποκοιμιόντουσαν οι σύντροφοί του,
τα πρόβατα του κοπαδιού.
Την ειρηνική ζωή του τάραξε η εμφάνιση ενός λύκου,
ο οποίος τρομοκράτησε τα πρόβατα,
φόβισε το λιοντάρι, που εξαφανίστηκε
κι έκανε τους βοσκούς της περιοχής να γελούν
εις βάρος του «δειλού λιονταριού»,
που του είχε δοθεί το όνομα Βασιλίσκος.
Μικρός βασιλιάς, δηλαδή.
Αλλά μια μέρα ο νέος που τον είχε «υιοθετήσει»,
τον οδήγησε στη λίμνη.
«Κοίτα εδώ. Κοίτα ποιος είσαι.
Μοιάζεις με πρόβατο; Λιοντάρι είσαι. Δυνατό. Θαρραλέο.
Είσαι το μοναδικό σ' ολόκληρη τη Βοιωτία.
Μ' ακούς, γενναίο μου λιοντάρι; Μ' ακούς;»
Και το λιοντάρι ρίγησε.
Το λιοντάρι καθρεφτιζόταν και καταλάβαινε.
Ώσπου ανασηκώθηκε κι έβγαλε βρυχηθμό μεγάλο
κι όλα γύρω τα ζωντανά τρόμαξαν...
Στη μάχη της Χαιρώνειας
-που η συγγραφέας περιγράφει με αδρότητα-,
μα και στον προηγούμενο της μάχης πανικό
ή στις προετοιμασίες το λιοντάρι,
ο Βασιλίσκος, συντρόφευε τους δύο αγαπημένους φίλους,
τον Τροφώνιο και τον Αριστείδη.
Την ώρα της φονικής σύγκρουσης με τους Μακεδόνες,
ανάμεσα στους Βοιωτούς οπλίτες υπό τον Θεαγένη
ήταν και ο Τροφώνιος με τον Αριστείδη.
Σκοτώθηκαν. Εκεί έτρεξε με βρυχηθμούς
και με τρομακτική όψη ο Βασιλίσκος.
Θέλησε να πολεμήσει κι εκείνος.
Έπεσε από τα βέλη των Μακεδόνων·
πλάι στους φίλους του παρέδωσε το γενναίο ζώο.
Κι είχαν να πουν αυτοί που σώθηκαν ότι το λιοντάρι
το κάλεσε ο ουρανός και το 'κανε αστέρι.
Στον αστερισμό του Λέοντα.
Το λαμπρότερο. Γνωστό ως Regulus, που σημαίνει Βασιλίσκος.
επάνω στον κοινό τάφο των Ιερολοχιτών,
δίκην σεπτού φύλακα, για να τιμήσουν τους πεσόντες
-από τους άνδρες του Φιλίππου- ήρωες.
«Όπως πλησιάζει κανείς την πόλη, γράφει ο Παυσανίας,
βλέπει έναν κοινό τάφο των Θηβαίων
που σκοτώθηκαν στη μάχη εναντίον του Φιλίππου.
Δεν έχει επιγραφή αλλά πάνωθέ του στέκεται ένα λιοντάρι,
ίσως σαν αναφορά στην τόλμη των ανθρώπων.
Το ότι δεν έχει επιγραφή οφείλεται, κατά τη γνώμη μου,
στο ότι το θάρρος τους δεν ανταμείφθηκε με την αντίστοιχη καλή τύχη...».
Ο μαρμάρινος Λέων της Χαιρώνειας
είναι ύψους 5,5 μ. και το βάθρο του 3 μέτρα.
Στήθηκε λίγο μετά τη μάχη της Χαιρώνειας (7 Αυγούστου 338 π.Χ.),
αμέσως μόλις ο Φίλιππος επέτρεψε στους Θηβαίους
την ταφή των νεκρών τους.
Οι ανασκαφές, που διενεργήθηκαν στα τέλη του 19ου αιώνα
και στις αρχές του 20ού, αποκάλυψαν τους σκελετούς 254 ανδρών
μαζί με τμήματα οπλισμού.
έγεται ότι όταν ο Φίλιππος αντίκρισε πεσμένους τους ήρωες,
έκλαψε πικρά και αναφώνησε:
«Να χαθεί ο άνθρωπος ο οποίος έχει υποψίες
ότι αυτοί οι άνδρες έκαναν ή δέχτηκαν οτιδήποτε ευτελές».
Η έκφραση του λέοντος είναι πολύ σοβαρή· θλιμμένη μάλλον.
Παλαιότερα έλεγαν ότι κι αυτός θρηνούσε σιωπηλά τους γενναίους νεκρούς.
Η Αθηνά Μπίνιου φαντάστηκε τον σεπτό λέοντα νεογέννητο.
Πως τάχα κυνηγοί είχαν σκοτώσει τον πατέρα
και είχαν εκδιώξει τη μητέρα.
Και πως βρέθηκε σ' έναν θάμνο να βυζαίνει
από τον μαστό μιας προβατίνας.
«Πώς βρέθηκε αυτό εδώ;»
ξαφνιάστηκε ένας νεαρός βοσκός, ο Τροφώνιος,
και γύρισε απορημένος προς τον παιδικό του φίλο,
κι εκείνος επίσης βοσκός, τον Αριστείδη.
Κρατούσε στην αγκαλιά του το λιονταράκι.
«Πρέπει να είναι το λιονταράκι που άφησε πίσω της η λέαινα.
Στον αγώνα της να σωθεί από τους κυνηγούς
θα της έπεσε από το στόμα».
Και μετά όλο το χάιδευε και διαρκώς το κανάκευε.
«Ω, πανέμορφο πλασματάκι, έλεγε,
είσαι του λιονταριού ο γιος κι απέμεινες μοναχό σου».
Τη νύχτα η προβατίνα πλάγιασε κοντά του
και του αγκάλιασε το κεφαλάκι να το θηλάσει.
Ωραίες στιγμές. Ωραίες εικόνες.
Ξυπνούν ευεργετικά αισθήματα.
Παρακολουθείς τον γιο του λέοντος να μεγαλώνει
μες στην αγάπη και τον θαυμασμό,
αλλά μακριά από ομοφύλους του,
ανίδεος από μητρική λατρεία και θάλπος.
Όμως ο καιρός περνούσε. Μεγάλωσε.
Τα βράδια άπλωνε τα δυνατά του πόδια «σαν σε μαξιλάρια»
κι εκεί αποκοιμιόντουσαν οι σύντροφοί του,
τα πρόβατα του κοπαδιού.
Την ειρηνική ζωή του τάραξε η εμφάνιση ενός λύκου,
ο οποίος τρομοκράτησε τα πρόβατα,
φόβισε το λιοντάρι, που εξαφανίστηκε
κι έκανε τους βοσκούς της περιοχής να γελούν
εις βάρος του «δειλού λιονταριού»,
που του είχε δοθεί το όνομα Βασιλίσκος.
Μικρός βασιλιάς, δηλαδή.
Αλλά μια μέρα ο νέος που τον είχε «υιοθετήσει»,
τον οδήγησε στη λίμνη.
«Κοίτα εδώ. Κοίτα ποιος είσαι.
Μοιάζεις με πρόβατο; Λιοντάρι είσαι. Δυνατό. Θαρραλέο.
Είσαι το μοναδικό σ' ολόκληρη τη Βοιωτία.
Μ' ακούς, γενναίο μου λιοντάρι; Μ' ακούς;»
Και το λιοντάρι ρίγησε.
Το λιοντάρι καθρεφτιζόταν και καταλάβαινε.
Ώσπου ανασηκώθηκε κι έβγαλε βρυχηθμό μεγάλο
κι όλα γύρω τα ζωντανά τρόμαξαν...
Στη μάχη της Χαιρώνειας
-που η συγγραφέας περιγράφει με αδρότητα-,
μα και στον προηγούμενο της μάχης πανικό
ή στις προετοιμασίες το λιοντάρι,
ο Βασιλίσκος, συντρόφευε τους δύο αγαπημένους φίλους,
τον Τροφώνιο και τον Αριστείδη.
Την ώρα της φονικής σύγκρουσης με τους Μακεδόνες,
ανάμεσα στους Βοιωτούς οπλίτες υπό τον Θεαγένη
ήταν και ο Τροφώνιος με τον Αριστείδη.
Σκοτώθηκαν. Εκεί έτρεξε με βρυχηθμούς
και με τρομακτική όψη ο Βασιλίσκος.
Θέλησε να πολεμήσει κι εκείνος.
Έπεσε από τα βέλη των Μακεδόνων·
πλάι στους φίλους του παρέδωσε το γενναίο ζώο.
Κι είχαν να πουν αυτοί που σώθηκαν ότι το λιοντάρι
το κάλεσε ο ουρανός και το 'κανε αστέρι.
Στον αστερισμό του Λέοντα.
Το λαμπρότερο. Γνωστό ως Regulus, που σημαίνει Βασιλίσκος.
Η Αθηνά Μπίνιου έγραψε μια γοητευτική ιστορία,
πλούσια σε πληροφορίες και άγνωστα
στους περισσότερούς μας περιστατικά.
Οι εικόνες του Δημήτρη Μπάκα σε πλήρη αρμονία
με το -ωραιότατο, θα το ξαναπούμε- κείμενο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου