Μποτιτσέλι
" Είναι γνωστή από τους Βυζαντινούς χρονογράφους η ιστορία κατά την οποία το 830 μ.Χ. η μητρυιά του Θεόφιλου, Ευφροσύνη, θέλοντας να βρει άξια σύζυγο στο θετό γιο της έστειλε εντολή σε όλα τα θέματα, τις διοικητικές περιφέρειες της αυτοκρατορίας, να συγκεντρωθούν οι ωραιότερες κοπέλες και να παρουσιαστούν στο παλάτι. Ανάμεσα στις δώδεκα κόρες που ορίστηκαν ως υποψήφιες και που κατάγονταν από τις ευγενέστερες οικογένειες, ξεχώρισαν δύο: η Κασσία, κόρη εξαίσιας ομορφιάς, η οποία καταγόταν από οικογένεια ευπατρίδων και η αρχόντισσα επίσης Θεοδώρα.
«Πήρε το χρυσό μήλο ό Θεόφιλος καί μαζί με την μητρυιά του μπήκε στη μεγάλη αίθουσα υποδοχής, οπού ήταν συγκεντρωμένες οι υποψήφιες καί όλοι οι παλατιανοί αξιωματούχοι. Όλοι υποκλίθηκαν μπροστά στο βασιλιά καί την βασιλομήτορα. Ό Θεόφιλος προχώρησε μόνος στο μέρος πού ήταν οι αρχοντοπούλες καί στάθηκε για λίγο σαν να ήταν έτοιμος να δώσει το χρυσό μήλο σε μια από τίς νέες. “Εμεινε εκεί καί όλοι τότε είπαν, ότι, να, ό Θεόφιλος θα δώσει το χρυσό μήλο στην νέα Αύγούστα την Εικασία, “ωραιότατη πάνυ”… Καί κείνη πίστεψε, για μια στιγμή, ότι σε λίγο θα ήταν ή Αυγούστα.
…Άλλά το ύφος του Θεοφίλου γίνεται ξαφνικά υπεροπτικό, προκλητικό… Της Εικασίας το πρόσωπο γαλήνιο, ήρεμο, πράο. Σά να προσεύχεται.. Ό,τι αποφασίσει ό Θεός… Οι άλλοι πιστεύουν, ότι αυτό οφείλεται στη σιγουριά, ότι αύτη θα κάνει γυναίκα του ό Θεόφιλος.
“Η σίγουρη για την εκλογή της είναι ή τίποτε άλλο συμβαίνει."
Ποιος μπορεί να το γνωρίζει...
-“Eκ γυναικός ερρύη τα φαύλα”
Από τη γυναίκα πηγάζουν τα κακά,της λέει ξαφνικά
ό Θεόφιλος, εννοώντας την Εύα.
-Ναι, αλλά καί από την γυναίκα πηγάζουν τα καλά,
“Αλλ’ ως εκ γυναικός πηγάζει τα κρείτω”
αποκρίνεται ή Εικασία με ηρεμία και εννοούσε τη Θεοτόκο.
Σά να έπεσε αστροπελέκι μέσα στην αίθουσα. Όλοι πάγωσαν.
“Η σίγουρη για την εκλογή της είναι ή τίποτε άλλο συμβαίνει."
Ποιος μπορεί να το γνωρίζει...
-“Eκ γυναικός ερρύη τα φαύλα”
Από τη γυναίκα πηγάζουν τα κακά,της λέει ξαφνικά
ό Θεόφιλος, εννοώντας την Εύα.
-Ναι, αλλά καί από την γυναίκα πηγάζουν τα καλά,
“Αλλ’ ως εκ γυναικός πηγάζει τα κρείτω”
αποκρίνεται ή Εικασία με ηρεμία και εννοούσε τη Θεοτόκο.
Σά να έπεσε αστροπελέκι μέσα στην αίθουσα. Όλοι πάγωσαν.
…Δέν πέρασε όμως ούτε στιγμή.
Ό Θεόφιλος,κοιτάζοντας πάντοτε την Εικασία,
δίνει το χρυσό μήλο στη Θεοδώρα.
Όλοι ξέσπασαν σε ζητωκραυγές.
Στίς ίδιες πού ήταν έτοιμες να ξεσπάσουν καί για την Εικασία.
Μόνο το όνομα άλλαξαν. Καί ή ζωή ξαναπήρε, μέσα στο παλάτι,το δρόμο της…
Ό Θεόφιλος,κοιτάζοντας πάντοτε την Εικασία,
δίνει το χρυσό μήλο στη Θεοδώρα.
Όλοι ξέσπασαν σε ζητωκραυγές.
Στίς ίδιες πού ήταν έτοιμες να ξεσπάσουν καί για την Εικασία.
Μόνο το όνομα άλλαξαν. Καί ή ζωή ξαναπήρε, μέσα στο παλάτι,το δρόμο της…
(Κ. Σαρδελή «Καί έγένετο φως Κύριλλος καί Μεθόδιος»Εκδ. «Αστέρας»1991 )
Στη συνέχεια η Κασσιανή έγινε μοναχή.
Έδωσε την περιουσία της για να κτισθεί η περίφημη τότε μονή «Εικασίας της μοναχής».
Στο Μοναστήρι η Κασσιανή έγραψε πολλά ποιήματα. Επίσης έγραψε και άλλα συγγράμματα και συλλογές, προ πάντων όμως πάρα πολλά τροπάρια, ιδιόμελα, εκκλησιαστικούς ύμνους κ.λ.π.
Στο Μοναστήρι η Κασσιανή έγραψε πολλά ποιήματα. Επίσης έγραψε και άλλα συγγράμματα και συλλογές, προ πάντων όμως πάρα πολλά τροπάρια, ιδιόμελα, εκκλησιαστικούς ύμνους κ.λ.π.
Η Κασσιανή θαύμαζε πολύ την πράξη
της μύρωσης των ποδών του Χριστού
της μύρωσης των ποδών του Χριστού
από μία γυναίκα της Γαλιλαίας, λίγες ημέρες πριν τη Σταύρωση,
εμπνεύστηκε και συνέθεσε το πασίγνωστο σχετικό τροπάριο .
Στην Κασσιανή ανήκουν και οι τέσσερις πρώτοι ειρμοί του Κανόνα του Μεγ. Σαββάτου «Κύματι θαλάσσης», «Σε τον επί υδάτων», «Την εν σταυρώ σου θείαν κένωσιν», «Θεοφανείας σου Χριστέ». Επίσης το Δοξαστικόν του εσπερινού των Χριστουγέννων «Αύγουστου μοναρχήσαντος επί της γης» είναι δικό της, όπως και άλλοι ύμνοι και γνωμικά.
Το Τροπάριο της Κασσιανής
Κύριε, η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή,
Κύριε, η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή,
την σήν αισθομένη Θεότητα μυροφόρου αναλαβούσα τάξιν,
οδυρομένη μύρα σοι προ του ενταφιασμού κομίζει.
Οίμοι! λέγουσα, οτι νύξ μοι υπάρχει, οίστρος ακολασίας,
Οίμοι! λέγουσα, οτι νύξ μοι υπάρχει, οίστρος ακολασίας,
ζοφώδης τε και ασέληνος ερως της αμαρτίας.
Δέξαι μου τας πηγάς των δακρύων,
Δέξαι μου τας πηγάς των δακρύων,
ο νεφέλαις διεξάγων της θαλάσσης το ύδωρ
κάμφθητί μοι προς τους στεναγμούς της καρδίας,
ο κλίνας τους ουρανούς τη αφάτω σου κενώσει.
Καταφιλήσω τους αχράντους σου πόδας, αποσμήξω
Καταφιλήσω τους αχράντους σου πόδας, αποσμήξω
τούτους δε πάλιν τοις της κεφαλής μου βοστρύχοις
ων εν τω Παραδείσω Εύα το δειλινόν
κρότον τοις ώσιν ηχηθείσα, τω φόβω εκρύβη.
Αμαρτιών μου τα πλήθη και κριμάτων σου αβύσσους
Αμαρτιών μου τα πλήθη και κριμάτων σου αβύσσους
τις εξιχνιάσει, ψυχοσώστα Σωτήρ μου;
Μη με την σήν δούλην παρίδης,
σαν ένοιωσε τη θεότητά σου, γίνηκε μυροφόρα
και σε άλειψε με μυρουδικά πριν από τον ενταφιασμό σου κι έλεγε οδυρόμενη:
Αλλοίμονο σε μένα, γιατί μέσα μου είναι νύχτα κατασκότεινη
Αλλοίμονο σε μένα, γιατί μέσα μου είναι νύχτα κατασκότεινη
και δίχως φεγγάρι, η μανία της ασωτείας κι ο έρωτας της αμαρτίας.
Δέξου από μένα τις πηγές των δακρύων,
Δέξου από μένα τις πηγές των δακρύων,
εσύ που μεταλλάζεις με τα σύννεφα το νερό της θάλασσας.
Λύγισε στ' αναστενάγματα της καρδιάς μου,
εσύ που έγειρες τον ουρανό και κατέβηκες στη γης.
Θα καταφιλήσω τα άχραντα ποδάρια σου,
Θα καταφιλήσω τα άχραντα ποδάρια σου,
και θα τα σφουγγίσω πάλι με τα πλοκάμια της κεφαλής μου·
αυτά τα ποδάρια, που σαν η Εύα κατά το δειλινό,
τ' άκουσε να περπατάνε, από το φόβο της κρύφτηκε.
Των αμαρτιών μου τα πλήθη και των κριμάτων σου την άβυσσο,
Των αμαρτιών μου τα πλήθη και των κριμάτων σου την άβυσσο,
ποιος μπορεί να τα εξιχνιάση, ψυχοσώστη Σωτήρα μου;
Μην καταφρονέσης τη δούλη σου, εσύ που έχεις τ' αμέτρητο έλεος.
(Φώτη Κόντογλου μεταγραφή)
(Φώτη Κόντογλου μεταγραφή)
Κύριε, γυναίκα αμαρτωλή,
πολλά, θολά, βαριά τα κρίματά μου!
Μα, ω Κύριε, πως η θεότη Σου μιλά
μεσ’ στην καρδιά μου!
Κύριε,
προτού Σε κρύψει η εντάφια γη,
λουλούδια από την δροσαυγήν επήρα
κι απ’ της λατρείας την τρίσβαθη πηγή
Σου φέρνω μύρα.
Οίστρος με δέρνει ακολασίας, νυχτιά,
σκοτάδι αφέγγαρο, άναστρο με ζώνει,
το σκοτάδι της αμαρτίας, φωτιά,
με καίει, με λιώνει…
Εσύ, που από τα πέλαγα
τα νερά τα υψώνεις νέφη,
πάρε τα, Έρωτά μου,
κυλούν κι είναι ποτάμια φλογερά
τα δάκρυά μου.
Γύρε σ’ εμέ. Η ψυχή μου πως πονεί!
Δέξου με Εσύ, που δέχτηκες και γείραν
άφταστα ως εδώ κάτω οι ουρανοί
και σάρκα επήραν.
Τ’ άχραντά Σου πόδια,
βασιλιά μου Εσύ,
θα πέσω και θα τα φιλήσω
και με της κεφαλής μου τα μαλλιά
θα τα σφουγγίσω!
Τ’ άκουσεν η Εύα μεσ’ στο δειλινό
της Παράδεισος φως, ν’ αντιχτυπάνε
κι αλαφιασμένη κρύφτηκε: πονώ!
Σώσε, έλεος κάνε!
Ψυχοσώστα, οι αμαρτίες μου λαός,
τ’ αξεδιάλυτα ποιος θα ξεδιαλύσει;
Αμέτρητό Σου το έλεος, ο Θεός,
άβυσσο η κρίση.
πολλά, θολά, βαριά τα κρίματά μου!
Μα, ω Κύριε, πως η θεότη Σου μιλά
μεσ’ στην καρδιά μου!
Κύριε,
προτού Σε κρύψει η εντάφια γη,
λουλούδια από την δροσαυγήν επήρα
κι απ’ της λατρείας την τρίσβαθη πηγή
Σου φέρνω μύρα.
Οίστρος με δέρνει ακολασίας, νυχτιά,
σκοτάδι αφέγγαρο, άναστρο με ζώνει,
το σκοτάδι της αμαρτίας, φωτιά,
με καίει, με λιώνει…
Εσύ, που από τα πέλαγα
τα νερά τα υψώνεις νέφη,
πάρε τα, Έρωτά μου,
κυλούν κι είναι ποτάμια φλογερά
τα δάκρυά μου.
Γύρε σ’ εμέ. Η ψυχή μου πως πονεί!
Δέξου με Εσύ, που δέχτηκες και γείραν
άφταστα ως εδώ κάτω οι ουρανοί
και σάρκα επήραν.
Τ’ άχραντά Σου πόδια,
βασιλιά μου Εσύ,
θα πέσω και θα τα φιλήσω
και με της κεφαλής μου τα μαλλιά
θα τα σφουγγίσω!
Τ’ άκουσεν η Εύα μεσ’ στο δειλινό
της Παράδεισος φως, ν’ αντιχτυπάνε
κι αλαφιασμένη κρύφτηκε: πονώ!
Σώσε, έλεος κάνε!
Ψυχοσώστα, οι αμαρτίες μου λαός,
τ’ αξεδιάλυτα ποιος θα ξεδιαλύσει;
Αμέτρητό Σου το έλεος, ο Θεός,
άβυσσο η κρίση.
Κωστής Παλαμάς
τη Θεϊκή σαν ένοιωσε τη χάρη Σου, η γυναίκα,
και παίρνοντας τη θέση την τιμητική της μυροφόρας,
μύρα σε σένα φέρνει μ’ οδυρμούς, πριν από την ταφή Σου.
Αλλοίμονο, ομολογώ πως με τυλίγει νύχτα
το πλανερό οιστρηλάτημα φριχτής ακολασίας
και ζοφερός κι ασέληνος έρωτας αμαρτίας.
Δέξου θυσία τις πληγές από τα δάκρυά μου
Συ το νερό που φέρνεις στις νεφέλες
και της καρδιάς μου λύγισε τον πόνο. Εσύ που κλείνεις
στην απεραντωσύνη Σου, την άσωστη, τα ουράνια.
Τ΄ αμόλευτα τα πόδια Σου θα τα καταφιλήσω
κι υγρά με τα μαλλάκια μου θα τα σκουπίσω πάλι.
Αυτά που η Εύα το δείλι στον παράδεισο
σαν άκουσαν τα’ αυτιά της, κρύφτηκε φοβισμένη.
Απ’ τα πολλά αμαρτήματα κι αβύσσους των κριμάτων,
Σωτήρα ψυχοσώστη μου, ποιός θα μ’ απολυτρώσει;
Εμένα απ’ τη φροντίδα Σου, την έρημη, μην αφήσεις,
εσύ που δεν μετράς ποτέ σαν δίνεις το έλεός Σου.
Δημήτρης Χίλιος
τον Πέτρο Πελοποννήσιο τον Λαμπαδάριο (θ. 1777).
τη Θεϊκή σαν ένοιωσε τη χάρη Σου, η γυναίκα,
και παίρνοντας τη θέση την τιμητική της μυροφόρας,
μύρα σε σένα φέρνει μ’ οδυρμούς, πριν από την ταφή Σου.
Αλλοίμονο, ομολογώ πως με τυλίγει νύχτα
το πλανερό οιστρηλάτημα φριχτής ακολασίας
και ζοφερός κι ασέληνος έρωτας αμαρτίας.
Δέξου θυσία τις πληγές από τα δάκρυά μου
Συ το νερό που φέρνεις στις νεφέλες
και της καρδιάς μου λύγισε τον πόνο. Εσύ που κλείνεις
στην απεραντωσύνη Σου, την άσωστη, τα ουράνια.
Τ΄ αμόλευτα τα πόδια Σου θα τα καταφιλήσω
κι υγρά με τα μαλλάκια μου θα τα σκουπίσω πάλι.
Αυτά που η Εύα το δείλι στον παράδεισο
σαν άκουσαν τα’ αυτιά της, κρύφτηκε φοβισμένη.
Απ’ τα πολλά αμαρτήματα κι αβύσσους των κριμάτων,
Σωτήρα ψυχοσώστη μου, ποιός θα μ’ απολυτρώσει;
Εμένα απ’ τη φροντίδα Σου, την έρημη, μην αφήσεις,
εσύ που δεν μετράς ποτέ σαν δίνεις το έλεός Σου.
Δημήτρης Χίλιος
Το ποίημα της Κασσιανής
«Κύριε, η εν πολλαίς αμαρτίαις
περιπεσούσα γυνή»,
ως μουσικό έργο της βυζαντινής μουσικής,
μας παραδόθηκε από τον μεγάλο μελοποιό του 18ου αιώνα
Όπως έχει σωστά γραφτεί,
«ο Πέτρος εφιλοτιμήθη
να συναγωνισθή την ποιητικήν τέχνην
με την τέχνην της μουσικής».
Το έργο θεωρείται κλασικό.
Η παραπάνω έξοχη σύντμηση και μεταγραφή
είναι του από τον Μανώλη Χατζημάρκου
Και η ...κόμικς εκδοχή, από τα κλασικά εικονογραφημένα...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου