O ποιητής του Πύργου και του Κόσμου
Ποιητής της μεταπολεμικής γενιάς με καταγωγή από τον Πύργο της Ηλείας. Άρχισε να γράφει ποιήματα από το 1941. Οι πρώτες του δημοσιεύσεις έγιναν το 1943 στο περιοδικό Οδυσσέας, που εξέδιδε ο ίδιος με φίλους του στον Πύργο. Ήταν στενός φίλος με τον Τάκη Σινόπουλο και συνεργάστηκε μαζί του σε μια πειραματική γραφή κοινών ποιημάτων, τα οποία συμπεριέλαβε ο Σινόπουλος στο έργο του. Ήταν επίσης φίλος με τους πεζογράφους Νίκο Καχτίτση και Ηλία Χ. Παπαδημητρακόπουλο, καθώς και με τον ποιητή Γιώργο Σεφέρη.
Το 1962 δημοσιεύτηκε ο τόμος "Για τον Σεφέρη"
με τον οποίο συνδεόταν και φιλικά,
όπως επίσης και με τον Σινόπουλο.
Πάντως, η πρώτη ολοκληρωμένη συλλογή του,
"Το κατώγι", κυκλοφόρησε το 1971.
Ακολούθησαν:
"Το σακί" (1980),
"Τα αντικλείδια" (1988),
"Τριάντα τρία χαϊκού" (1990),
"Λίγος άμμος" (1997),
"Ποιήματα 1943-1997" (2001),
"Πού είναι τα πουλιά" (2004)
και "Να μην τους ξεχάσω" (2008).
Ποιήματά του μπήκαν σε σχολικά βιβλία.
Σχεδόν όλες οι συλλογές του
μεταφράστηκαν στα γαλλικά, αγγλικά και γερμανικά.
Όπως έλεγε και ο ίδιος
σε πολλά συνέδρια και διαλέξεις όπου συμμετείχε:
«Αυτό που γράφω το έχω ζήσει».
Πράγματι με εξαίρεση τα τελευταία του ποιήματα
που είχαν υπαρξιακό χαρακτήρα
ολόκληρο το προηγούμενο έργο του
ήταν βιωματικό και αναφερόταν
κυρίως στις τραγικές εμπειρίες του
από τα χρόνια της Κατοχής και του Εμφυλίου Πολέμου.
ΤΑ ΑΝΤΙΚΛΕΙΔΙΑ
Η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή.
Πολλοί κοιτάζουν μέσα χωρίς να βλέπουν
τίποτα και προσπερνούνε. Όμως μερικοί
κάτι βλέπουν, το μάτι τους αρπάζει κάτι
και μαγεμένοι πηγαίνουνε να μπουν.
Η πόρτα τότε κλείνει. Χτυπάνε μα κανείς
δεν τους ανοίγει. Ψάχνουνε για το κλειδί.
Κανείς δεν ξέρει ποιος το έχει. Ακόμη
και τη ζωή τους κάποτε χαλάνε μάταια
γυρεύοντας το μυστικό να την ανοίξουν.
Φτιάχνουν αντικλείδια. Προσπαθούν.
Η πόρτα δεν ανοίγει πια. Δεν άνοιξε ποτέ
για όσους μπόρεσαν να ιδούν στο βάθος.
Ίσως τα ποιήματα που γράφτηκαν
από τότε που υπάρχει ο κόσμος
είναι μια ατέλειωτη αρμαθιά αντικλείδια
για ν’ ανοίξουμε την πόρτα της Ποίησης.
Μα η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή.
"Τα αντικλείδια"
ΤΟ ΣΑΚΙ
Ήμουν παιδί ακόμη δεν τους καλοθυμάμαι.
Μπήκανε στο χωριό μου ένα πρωί
μα δε σταθήκανε. Περάσανε
αργά πάνω στο χιόνι. Τα γένια τους
ανάμεσα στα σύννεφα και τις κοτρόνες
καθώς τους χώνευε το βουνό.
Μονάχα ο τελευταίος δε φεύγει απ’ το μυαλό μου.
Κράτα το άλογο, μου είπε
και βάζοντας το σκούφο του στην αμασχάλη
έσκυψε στο νερό να πιει
και τόνα μάτι του με κοίταζε απ’ το πλάι.
Κοίταζε τα κουρέλια μου
τα πόδια μου μες στις λινάτσες
τις ξόβεργες στα ξυλιασμένα χέρια μου
και πώς του χαμογέλαγα
κρατώντας τ’ άλογο με περηφάνια.
Το ίδιο εκείνο μάτι με κοίταζε τον άλλο χρόνο
αχνό βασιλεμένο
όταν αδειάσαν ματωμένο το σακί
και κύλησαν στη μέση της πλατείας
κομμένα τα κεφάλια τους.
Ήταν ο χρόνος που κατέβηκα στην πόλη
και πούλαγα τσιγάρα σε δρόμους και πλατείες.
"Το σακί"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου