ΤΟ ΤΣΟΥΚΑΛΑΚΙ
Η Εύη Γεροκώστα αφηγείται
στα παιδιά του 1ου Δημοτικού Σχολείου Πύργου ,
το παραδοσιακό ελληνικό παραμύθι από την Κάρπαθο
"Tο τσουκαλάκι "
"Tο τσουκαλάκι "
17/12/2012
Ήταν λοιπόν κάποτε ένας γέρος και μια
γριά,
φτωχοί άνθρωποι.
Το μόνο που είχαν ήταν μια συκιά και ένα
καλύβι.
Κάθε καλοκαίρι ο γέρος ανέβαινε στη συκιά,
έτρωγε όλα τα σύκα
και τίποτε
δεν άφηνε για το χειμώνα,
να έχουν να χορτάσουν την πείνα τους.
Καμιά φορά πήγαινε και η γρια
να γυρέψει κανένα σύκο να φάει,
και ο γέρος την
κορόιδευε.
«Μπρος σου γριά,
πίσω σου γριά,
σύκα έχουμε».
Κοίταζε και εκείνη, δεν
έβρισκε τίποτα,
μονάχα τα φλούδια από τα σύκα που έτρωγε ο γέρος.
Τελικά,
αποφάσισαν
να χωρίσουν τα υπάρχοντά τους
και να μην τσακώνονται άλλο πια.
Πονηρός ο γέρος πήρε τη συκιά
και το καλοκαίρι το πέρασε τρώγοντας τα σύκα
και ξαπλωμένος πάνω στο δέντρο,
τραγουδώντας σαν τζίτζικας.
άρχισαν οι βροχές, ο γέρος
κρύωνε και βρεχόταν,
οπότε πήγε στο
καλύβι της γριάς
και χτυπούσε την πόρτα:
«Άσε με καλέ γριά να μπω μέσα,
που έχω γίνει μούσκεμα
από τη βροχή».
«Όξω γέρο, μπαμπόγερε,
κρομμύδι
σαπισμένο
και τυρί σκουληκιασμένο.
Όταν έτρωγες τα συκαλάκια,
εμένα μου έδινες
τα φλουδάκια…
άντε, μπες μέσα τώρα».
Μπαίνει μέσα ο γέρος
και κάθεται πίσω
από την πόρτα.
Βλέπει όμως τη φωτιά
και αρχίζει τα παρακάλια:
«Πριγκηπέσσα
μου,
άσε με να έρθω κοντά στο τζάκι,
κρυώνω ο δύσμοιρος».
«Όξω γέρο,
μπαμπόγερε,
κρομμύδι σαπισμένο
και τυρί σκουληκιασμένο.
Όταν έτρωγες τα
συκαλάκια,
εμένα μου έδινες τα φλουδάκια…
άντε, έλα κοντά στη φωτιά».
Πάει ο
γέρος κοντά στο τζάκι
και ζεσταίνεται το κοκαλάκι του.
Μετά, πέρασε η ώρα,
η
γριά ετοιμάζεται να πέσει για ύπνο,
και ο γέρος θέλησε και αυτός να ξαπλώσει:
«Φως της ζωής μου,
άσε με να πλαγιάσω μαζί σου,
μην καώ σαν το δαυλί εδώ στη
φωτιά».
«Όξω γέρο, μπαμπόγερε,
κρομμύδι σαπισμένο και τυρί
σκουληκιασμένο.
Όταν έτρωγες τα συκαλάκια,
εμένα μου έδινες τα φλουδάκια…
άντε,
έλα τώρα να πλαγιάσουμε
και καλό ξημέρωμα».
Και κάθε βράδυ στο κρεβάτι,
μετά από εννιά μήνες γκαστρώνεται η γριά
και κάνει αντί για παιδί, ένα
τσουκαλάκι.
Μα είχε ψυχή, και σιγά σιγά το τσουκαλάκι μεγάλωσε,
και έγινε
ολόκληρο τσουκάλι.
Μια μέρα γινόταν γάμος στο χωριό
και τσακώνονταν οι δυο
γέροι ποιός θα πάει.
«Εγώ θα πάω»,
πετάχτηκε το τσουκαλάκι.
«Εσύ είσαι
μικρός».
«Εγώ θα πάω».
Ξεκίνησε και
πήγε, και ενθουσιάστηκε!
Είδε γλέντι,
χορό.
Εκείνη την ώρα οι καλεσμένοι
έψαχναν κάτι
να βάλουν μέσα της νύφης
τα προικιά,
και πήραν το τσουκαλάκι,
και έριχναν μέσα τα σεντόνια,
τις
δαντέλες και τα μεταξωτά.
Γεμίζει το τσουκαλάκι και πάει στο σπίτι του.
«Μάνα, άνοιξε να δεις
τί σου φέρνω,
προικιά»!
«Καλώς το τσουκαλάκι μου,
καλώς το, το παιδάκι μου»!
Το παίρνει η μάνα,
αδειάζει τα προικιά στο
σεντούκι.
Το τσουκαλάκι μετά ξαναπάει στο γάμο.
Εκείνη την ώρα οι καλεσμένοι,
που
χόρευαν και τραγουδούσαν,
έψαχναν κάτι να βάλουν μέσα της νύφης τα φλουριά.
Παίρνουν το τσουκαλάκι,
και αρχίζουν να ρίχνουν μέσα τα φλουριά.
Όταν το
τσουκαλάκι γέμισε πάει στο σπίτι του.
«Μάνα, άνοιξε, σου φέρνω φλουριά»!
«Καλώς το τσουκαλάκι μου,
καλώς το, το παιδάκι μου»!
Το παίρνει η μάνα,
αδειάζει τα φλουριά στο σεντούκι.
Το τσουκαλάκι καλόμαθε
και τρέχει ξανά
στο γάμο.
Εκείνη την ώρα οι καλεσμένοι
τρώγανε και πίνανε,
και της νύφης που
είχε πιει πολύ κρασί,
της ήλθε να κάνει το νερό της.
Είδε το τσουκαλάκι,
και
έκανε εκεί την ανάγκη της.
Και όταν το τσουκαλάκι εκοντογέμισε,
γεμάτο χαρά
πάει στη μάνα του.
«Μάνα, άνοιξε και
κοίτα τί σου έφερα»!
Ανοίγει η μάνα,
βλέπει τί της έφερε και με θυμό,
αρπάζει το τσουκαλάκι από το αφτί,
το κολλάει
στον τοίχο,
μαζί με τα άλλα τσουκάλια που
είχε, και αρχίζει να το χτυπάει.
«Να,
για να μάθεις,
παλιοκλέφτικο».
Και το
τσουκαλάκι έκλαιγε.
«Όταν σου έφερνα
τα προικιά
με τις δαντέλες και τα φλουριά,
δεν με έλεγες κλέφτικο.
Καλά
να πάθω».
Τότε έφτασαν οι γονείς της
νύφης και πήραν τα προικιά πίσω,
και
την χτύπησαν και τη γριά πολύ.
Χτύπησαν και το τσουκαλάκι πολύ,
και
από το πολύ το ξύλο έγινε το
τσουκαλάκι παιδί!
Και, παρόλο που
πονούσε και η γριά και το παιδί,
πέταγαν από τη χαρά τους.
Και μια μέρα έκαναν
μεγάλη γιορτή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου