"Οι Ονειροφύλακες
και
ο Φάρος των Ονείρων"
Ο Σεμπάστιαν. Ο Σεμπάστιαν ήταν. Με τα μαύρα μαλλιά, τα γκρίζα μάτια, κι εκείνη τη μικρή ουλή εκεί που τελείωνε το τόξο του δεξιού του φρυδιού, - είχε πέσει όταν ήταν μικρός πάνω σ’ ένα παιχνίδι που είχε ξεχαστεί στο πάτωμα κι είχε σκιστεί το δέρμα του ακριβώς εκεί στο τελείωμα του δεξιού του φρυδιού, ένα μάλλον όμορφο σημαδάκι, αν και λίγο ενοχλητικό, σε κάθε περίπτωση, κάτι δικό του.
Ο Σεμπάστιαν, ένας Ονειροφύλακας παιδί γύρω στα δώδεκα, λίγο πολύ όπως όλα τα παιδιά που αρχικά πετούσε συντεταγμένα μαζί με τους άλλους νεαρούς Ονειροφύλακες ∙ όπως δηλαδή συνέβαινε κάθε μέρα.
Παιδιά τακτοποιημένα σε ομάδες, μικρότερες μεγαλύτερες, σε ονειροδρόμους εύκολους, ή και λίγο πιο δύσκολους πιο απαιτητικούς, ή ακόμη πολύ πιο δύσκολους κι απαιτητικούς, ανάλογα με την ηλικία τους δηλαδή. Μικροί ονειροφύλακες που πετούσαν πάνω από τη χώρα, σαν σμήνη πουλιών, η εκπαιδεύτρια ή ο εκπαιδευτής μπροστά στη θέση του αρχηγού, γιατί όπως τα σμήνη έτσι κι εκείνοι οι μαθητές Ονειροφύλακες έπρεπε να έχουν κάποιον μπροστάρη, κάποιον που να γνωρίζει, κάποιον που να τους δείχνει το δρόμο. Να μη χαθούν. Να μη παραστρατίσουν.
Είναι που αν βγεις από το δρόμο σου, υπάρχει ο κίνδυνος να μην μπορείς να ξαναμπείς και πάλι στο δρόμο που πρέπει να ακολουθήσεις. Πρέπει; Αυτό τουλάχιστον πίστευαν οι μεγαλύτεροι. Κι έτσι οι μικροί Ονειροφύλακες ακολουθούσαν. Δεν ήθελαν, ή ακόμη κι αν σε κάποιες περιπτώσεις ήθελαν, δεν έπρεπε να βγουν έξω από τον προκαθορισμένο ονειρόδρομο.
Πετούσαν όλοι μαζί σε σχηματισμό, εκτελώντας φιγούρες επαναλαμβανόμενες, η επανάληψη ήταν απαραίτητη, η επανάληψη είναι ένας τρόπος να μαθαίνει κανείς ∙ ένας – από τους πολλούς.
Σε κάθε περίπτωση πετούσαν, αργά, προσεκτικά, επαναλαμβανόμενα, κάποιος θα μπορούσε να πει, ακόμη και, βαρετά.
Έτσι στην αρχή, ούτε κι ο ίδιος δεν το κατάλαβε. Είχε αρχίσει να απομακρύνεται, να ξεφεύγει όλο και πιο πολύ από την ομάδα, να πετάει ψηλά, και μετά, όλο και ψηλότερα. Κοιτούσε μέσα από ουράνια παράθυρα που ούτε ήξερε ότι υπήρχαν, τα άνοιγε και περνούσε σε μέρη πρωτόγνωρα. Κι έπειτα πόρτες κι άλλες ουράνιες πόρτες, για πρώτη φορά άνοιγαν μπροστά του, οδηγώντας τον σε αχαρτογράφητους για εκείνον ονειροδρόμους καινούριους. Κι εκεί, μπορούσε ο νεαρός Σεμπάστιαν να πετάξει όπως δεν είχε ξαναπετάξει ποτέ στην μικρή ζωή του.
Να έχεις ένα ζευγάρι δυνατά φτερά στην πλάτη σου και να πετάς πάνω από το σπίτι σου, πάνω από τη γειτονιά σου και ξαφνικά εκείνα να μεγαλώνουν, να μεγαλώνουν, τόσο πολύ που να σε ανεβάζουν όλο και πιο ψηλά και πιο ψηλά, να πετάς πάνω από την πόλη σου, πάνω από ολόκληρη τη χώρα σου, και συ να κοιτάς κάτω και να τα βλέπεις όλα να γίνονται μικρά, μικρούλικα, μικρούλια παιχνιδάκια, και πια να μην σε νοιάζει πια τίποτα, γιατί εκεί πάνω, εκεί πάνω στον αέρα όλα είναι τόσο όμορφα, δεν υπάρχουν πρέπει, δεν υπάρχουν γιατί, ξεχνάς τους κινδύνους, τις απογοητεύσεις, κι είναι αδύνατον να μη σου συμβεί αυτό όταν μπορείς και πετάς ανάμεσα στα σύννεφα, όταν πετάς τόσο ψηλά. Τόσο ψηλά που να κάνεις έτσι το κεφάλι σου κι από πάνω σου να είναι τα αστέρια και παντού τριγύρω σου αστερόσκονη, και να θες φυσικά να πας ακόμη πιο ψηλά, να μη θες να σταματήσει αυτή η πτήση, αυτό το ταξίδι στο απέραντο σύμπαν, στην ομορφιά, στη μαγεία. Αυτή η πρωτόγνωρη αίσθηση μιας ελευθερίας που σου δίνει τη δύναμη να θες ν’ αγγίξεις τα αστέρια και μιας ομορφιάς που πλημμυρίζει το είναι σου με μοναδική ευτυχία.
Ένα όμορφο, μοναδικό ανθρώπινο όνειρο. Αυτό ήταν. Η πτήση του Σεμπάστιαν.
Δεν είναι απλά πράγματα αυτά. Είναι από εκείνα που όταν σου συμβούν σε σημαδεύουν. Μπορεί και για πάντα.
απόσπασμα
-Προδημοσίευση
Ο Σεμπάστιαν. Ο Σεμπάστιαν ήταν. Με τα μαύρα μαλλιά, τα γκρίζα μάτια, κι εκείνη τη μικρή ουλή εκεί που τελείωνε το τόξο του δεξιού του φρυδιού, - είχε πέσει όταν ήταν μικρός πάνω σ’ ένα παιχνίδι που είχε ξεχαστεί στο πάτωμα κι είχε σκιστεί το δέρμα του ακριβώς εκεί στο τελείωμα του δεξιού του φρυδιού, ένα μάλλον όμορφο σημαδάκι, αν και λίγο ενοχλητικό, σε κάθε περίπτωση, κάτι δικό του.
Ο Σεμπάστιαν, ένας Ονειροφύλακας παιδί γύρω στα δώδεκα, λίγο πολύ όπως όλα τα παιδιά που αρχικά πετούσε συντεταγμένα μαζί με τους άλλους νεαρούς Ονειροφύλακες ∙ όπως δηλαδή συνέβαινε κάθε μέρα.
Παιδιά τακτοποιημένα σε ομάδες, μικρότερες μεγαλύτερες, σε ονειροδρόμους εύκολους, ή και λίγο πιο δύσκολους πιο απαιτητικούς, ή ακόμη πολύ πιο δύσκολους κι απαιτητικούς, ανάλογα με την ηλικία τους δηλαδή. Μικροί ονειροφύλακες που πετούσαν πάνω από τη χώρα, σαν σμήνη πουλιών, η εκπαιδεύτρια ή ο εκπαιδευτής μπροστά στη θέση του αρχηγού, γιατί όπως τα σμήνη έτσι κι εκείνοι οι μαθητές Ονειροφύλακες έπρεπε να έχουν κάποιον μπροστάρη, κάποιον που να γνωρίζει, κάποιον που να τους δείχνει το δρόμο. Να μη χαθούν. Να μη παραστρατίσουν.
Είναι που αν βγεις από το δρόμο σου, υπάρχει ο κίνδυνος να μην μπορείς να ξαναμπείς και πάλι στο δρόμο που πρέπει να ακολουθήσεις. Πρέπει; Αυτό τουλάχιστον πίστευαν οι μεγαλύτεροι. Κι έτσι οι μικροί Ονειροφύλακες ακολουθούσαν. Δεν ήθελαν, ή ακόμη κι αν σε κάποιες περιπτώσεις ήθελαν, δεν έπρεπε να βγουν έξω από τον προκαθορισμένο ονειρόδρομο.
Πετούσαν όλοι μαζί σε σχηματισμό, εκτελώντας φιγούρες επαναλαμβανόμενες, η επανάληψη ήταν απαραίτητη, η επανάληψη είναι ένας τρόπος να μαθαίνει κανείς ∙ ένας – από τους πολλούς.
Σε κάθε περίπτωση πετούσαν, αργά, προσεκτικά, επαναλαμβανόμενα, κάποιος θα μπορούσε να πει, ακόμη και, βαρετά.
Έτσι στην αρχή, ούτε κι ο ίδιος δεν το κατάλαβε. Είχε αρχίσει να απομακρύνεται, να ξεφεύγει όλο και πιο πολύ από την ομάδα, να πετάει ψηλά, και μετά, όλο και ψηλότερα. Κοιτούσε μέσα από ουράνια παράθυρα που ούτε ήξερε ότι υπήρχαν, τα άνοιγε και περνούσε σε μέρη πρωτόγνωρα. Κι έπειτα πόρτες κι άλλες ουράνιες πόρτες, για πρώτη φορά άνοιγαν μπροστά του, οδηγώντας τον σε αχαρτογράφητους για εκείνον ονειροδρόμους καινούριους. Κι εκεί, μπορούσε ο νεαρός Σεμπάστιαν να πετάξει όπως δεν είχε ξαναπετάξει ποτέ στην μικρή ζωή του.
Να έχεις ένα ζευγάρι δυνατά φτερά στην πλάτη σου και να πετάς πάνω από το σπίτι σου, πάνω από τη γειτονιά σου και ξαφνικά εκείνα να μεγαλώνουν, να μεγαλώνουν, τόσο πολύ που να σε ανεβάζουν όλο και πιο ψηλά και πιο ψηλά, να πετάς πάνω από την πόλη σου, πάνω από ολόκληρη τη χώρα σου, και συ να κοιτάς κάτω και να τα βλέπεις όλα να γίνονται μικρά, μικρούλικα, μικρούλια παιχνιδάκια, και πια να μην σε νοιάζει πια τίποτα, γιατί εκεί πάνω, εκεί πάνω στον αέρα όλα είναι τόσο όμορφα, δεν υπάρχουν πρέπει, δεν υπάρχουν γιατί, ξεχνάς τους κινδύνους, τις απογοητεύσεις, κι είναι αδύνατον να μη σου συμβεί αυτό όταν μπορείς και πετάς ανάμεσα στα σύννεφα, όταν πετάς τόσο ψηλά. Τόσο ψηλά που να κάνεις έτσι το κεφάλι σου κι από πάνω σου να είναι τα αστέρια και παντού τριγύρω σου αστερόσκονη, και να θες φυσικά να πας ακόμη πιο ψηλά, να μη θες να σταματήσει αυτή η πτήση, αυτό το ταξίδι στο απέραντο σύμπαν, στην ομορφιά, στη μαγεία. Αυτή η πρωτόγνωρη αίσθηση μιας ελευθερίας που σου δίνει τη δύναμη να θες ν’ αγγίξεις τα αστέρια και μιας ομορφιάς που πλημμυρίζει το είναι σου με μοναδική ευτυχία.
Ένα όμορφο, μοναδικό ανθρώπινο όνειρο. Αυτό ήταν. Η πτήση του Σεμπάστιαν.
Δεν είναι απλά πράγματα αυτά. Είναι από εκείνα που όταν σου συμβούν σε σημαδεύουν. Μπορεί και για πάντα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου