Αντικείμενα χαμένα με τα χρόνια ξεχασμένα
Το βιβλίο παρουσιάζει όλα
τα παλιά αντικείμενα,
τα τόσο χρήσιμα κάποτε, που πια έχουν ξεχαστεί
και
υπάρχουν μόνο στις αναμνήσεις των μεγαλύτερων
και … στα παλαιοπωλεία.
Το τηλέφωνο-χωνί,
το μαγκάλι, το γραμμόφωνο,
το μελανοδοχείο, ο κόπανος, το αλέτρι, ο αργαλειός
και
πολλά άλλα ακόμη
έρχονται να μας θυμίσουν μιαν άλλη εποχή,
όχι και τόσο
μακρινή.
42 αντικείμενα χαμένα,
42 αντικείμενα χαμένα,
με τα χρόνια ξεχασμένα,
δοσμένα με μοναδικό ποιητικό τρόπο
από τη Σοφία
Χατζηκοκολάκη.
Χαίρομαι
ιδιαίτερα που οι εκδόσεις Κέδρος,
με κάλεσαν να πω δυό λόγια για το βιβλίο
της κας Χατζηκοκολάκη,
το δεύτερο γεμάτο αναμνήσεις
και εικόνες από το παρελθόν.
Γραμμένο με τον ίδιο ποιητικό λόγο
όπως και το πρώτο της
«Επαγγέλματα παλιά που δεν υπάρχουν πια»,
παραπέμπει στα χρόνια της αθωότητας
και μας προσκαλεί «σε ένα διάλογο με το τότε»,
όπως σημειώνει στον πρόλογο
κι η ίδια η συγγραφέας.
Ξεφυλλίζοντάς το, ένιωσα συγκίνηση και νοσταλγία.
Τα λιτά, αλλά περιεκτικά στιχάκια
και οι ζωντανές, πολύχρωμες ζωγραφιές
που θυμίζουν το παλιό Αναγνωστικό της Α’ δημοτικού,
με ξαναγύρισαν πίσω,
σε κείνη την ανέμελη εποχή της ξενοιασιάς,
του φλερτ, του πάρτυ, της παρέας,
του κυνηγητού, του κρυφτού,
της γειτονιάς που νοιαζόταν για τον διπλανό…
Πίσω, στην εποχή που οι μεγάλοι
δεν κλείδωναν τις πόρτες τους
από το φόβο του «ξένου»
και τα παιδιά δε βιντεοσκοπούσαν
με τα κινητά τον έρωτα,
γιατί απλά τον είχαν κλείσει
σε μια ζεστή καρδιά,
πλημμυρισμένη από όνειρα κι ελπίδες…
Μου άρεσε για δύο κυρίως λόγους.
Ο πρώτος είναι ότι μας θυμίζει καθημερινά,
οικεία αντικείμενα που έχουν χαθεί πια
και που οι μεγαλύτεροι από μας
μόλις προλάβαμε να γνωρίσουμε
(τα παιδιά τα βλέπουν μόνο στα λαογραφικά μουσεία!)
–Το φανάρι όπου η μαμά έβαζε τα τρόφιμα για να τα προφυλάξει από τα ζωύφια.
με κάλεσαν να πω δυό λόγια για το βιβλίο
της κας Χατζηκοκολάκη,
το δεύτερο γεμάτο αναμνήσεις
και εικόνες από το παρελθόν.
Γραμμένο με τον ίδιο ποιητικό λόγο
όπως και το πρώτο της
«Επαγγέλματα παλιά που δεν υπάρχουν πια»,
παραπέμπει στα χρόνια της αθωότητας
και μας προσκαλεί «σε ένα διάλογο με το τότε»,
όπως σημειώνει στον πρόλογο
κι η ίδια η συγγραφέας.
Ξεφυλλίζοντάς το, ένιωσα συγκίνηση και νοσταλγία.
Τα λιτά, αλλά περιεκτικά στιχάκια
και οι ζωντανές, πολύχρωμες ζωγραφιές
που θυμίζουν το παλιό Αναγνωστικό της Α’ δημοτικού,
με ξαναγύρισαν πίσω,
σε κείνη την ανέμελη εποχή της ξενοιασιάς,
του φλερτ, του πάρτυ, της παρέας,
του κυνηγητού, του κρυφτού,
της γειτονιάς που νοιαζόταν για τον διπλανό…
Πίσω, στην εποχή που οι μεγάλοι
δεν κλείδωναν τις πόρτες τους
από το φόβο του «ξένου»
και τα παιδιά δε βιντεοσκοπούσαν
με τα κινητά τον έρωτα,
γιατί απλά τον είχαν κλείσει
σε μια ζεστή καρδιά,
πλημμυρισμένη από όνειρα κι ελπίδες…
Μου άρεσε για δύο κυρίως λόγους.
Ο πρώτος είναι ότι μας θυμίζει καθημερινά,
οικεία αντικείμενα που έχουν χαθεί πια
και που οι μεγαλύτεροι από μας
μόλις προλάβαμε να γνωρίσουμε
(τα παιδιά τα βλέπουν μόνο στα λαογραφικά μουσεία!)
–Το φανάρι όπου η μαμά έβαζε τα τρόφιμα για να τα προφυλάξει από τα ζωύφια.
-Το
γραμμόφωνο που έπαιζε γραντζουνιστά,
αλλά
μοναδικά, τα υπέροχα τραγούδια της Βέμπο,
του Πολυμέρη, του Γούναρη.
-Τη
ραπτομηχανή που διέθεταν
τα περισσότερα σπιτικά, όπου οι νοικοκυρές
έραβαν
και μπάλωναν τα ρούχα της οικογένειας.
-Το μελανοδοχείο-μπελάς,
όπου βούταγα μέσα την πένα μου
και σχεδόν πάντα με γέμιζε πιτσιλιές.
-Τη
σκάφη-χειροκίνητο πλυντήριο-
όπου η μαμά έβαζε μπουγάδα
με…20 αυτόματα
προγράμματα! –
Τη γκαζιέρα που μαγείρευε το νοστιμότερο φαγητό
(αφού
πρώτα τρομπάραμε
καμμιά εικοσαριά φορές για να πάρει μπρος…)
-Τον αργαλειό
-ακόμα
φυλάω ευλαβικά μέσα μου
την εικόνα της χρυσοχέρας γιαγιάς μου να υφαίνει
πολύχρωμες
κουρελούδες-αριστουργήματα…
-Το ψυγείο πάγου-
κι εδώ ανακαλώ στη
μνήμη μου
κάποιες φορές που γυρίζαμε
αργοπορημένοι σπίτι για να ανακαλύψουμε
λιμνούλες νερού από το λιωμένο πάγο,
αφημένο μπροστά στο κατώφλι μας…
-Τη
βρυσούλα έξω στην αυλή
όπου πλέναμε βιαστικά το πρόσωπο
λίγο πριν
φύγουμε με την ατσάκιστη ποδιά
για το σχολείο…
και άλλα, πολλά πρακτικά είδη
φτιαγμένα με μεράκι από φτηνά υλικά,
που είχαν ωστόσο
μεγάλη συναισθηματική
αξία για μας
και πάντα θα κουβαλάνε τη μυρωδιά της νοσταλγίας
για τα ωραία
χρόνια, τα νιάτα μας που πέρασαν…
Ο δεύτερος, ουσιώδης λόγος
που με έκανε να εκτιμήσω το βιβλίο,
είναι το έμμετρο
κείμενο.
Ανάλαφρα, έξυπνα, ευχάριστα στιχάκια,
βοηθάνε τα παιδιά να μυηθούν
στην ποίηση,
τη στιγμή μάλιστα που κανείς πλέον
δεν ενδιαφέρεται να τα φέρει σε
επαφή
με αυτό το ονειρικό λογοτεχνικό είδος
που απογειώνει τις αισθήσεις
-«ένας
καλός λόγος για να υπάρχουμε»
όπως λένε οι εραστές της-
ύψιστη τέχνη με τεράστια
παράδοση στη χώρα μας
από την εποχή του Ομήρου
μέχρι τους δυο Νομπελίστες
εκπροσώπους της,
αλλά και τους νεότερους ποιητές μας…
Την ποίηση που δυστυχώς
στις μέρες μας έχει εξαφανιστεί από τη μαθητική ύλη-ως περιττό…εμπόδιο στην
αγχωμένη κούρσα προς τα Πανεπιστήμια-ενώ έχει εκτοπιστεί από τα ράφια των
βιβλιοπωλείων, ως μη…κερδοφόρο εκδοτικά, είδος!
Με τη γραφή της κας
Χατζηκοκολάκη
να ρέει σα ρυάκι, είναι πολύ εύκολο για τα παιδιά
να γνωρίσουν τα παλιά, χρηστικά …αξεσουάρ
της προηγούμενης γενιάς,
όπως θυμάμαι κι εμείς εύκολα αποστηθίζαμε
δυσνόητους γραμματικούς κανόνες.
Για παράδειγμα μαθαίναμε σαν παιχνίδι
να απαγγέλλουμε όσες δασεινόμενες λέξεις
άρχιζαν από ‘Έψιλον
Πιστεύω ότι η συγγραφέας-ποιήτρια
προσφέρει σημαντικό έργο.
Δεν είναι εύκολο να σκαρώσεις ποίηση για παιδιά.
Με λίγες λέξεις οφείλεις
να τους δώσεις να καταλάβουν καθαρά το μήνυμα,
τι θέλεις να πεις, να περιγράψεις, να τονίσεις.
Κάθε στίχος πρέπει να διαβάζεται ευχάριστα,
να είναι ολοκληρωμένος, σαφής, σφιχτός,
παραστατικός, ζωντανός και ταυτόχρονα να
να ρέει σα ρυάκι, είναι πολύ εύκολο για τα παιδιά
να γνωρίσουν τα παλιά, χρηστικά …αξεσουάρ
της προηγούμενης γενιάς,
όπως θυμάμαι κι εμείς εύκολα αποστηθίζαμε
δυσνόητους γραμματικούς κανόνες.
Για παράδειγμα μαθαίναμε σαν παιχνίδι
να απαγγέλλουμε όσες δασεινόμενες λέξεις
άρχιζαν από ‘Έψιλον
«’Ένα έξι και επτά, εκατό και
ερπετά,
Ερμής, ‘Έλλη, η Ελένη, η Ελλάδα η ξακουσμένη…»
προσφέρει σημαντικό έργο.
Δεν είναι εύκολο να σκαρώσεις ποίηση για παιδιά.
Με λίγες λέξεις οφείλεις
να τους δώσεις να καταλάβουν καθαρά το μήνυμα,
τι θέλεις να πεις, να περιγράψεις, να τονίσεις.
Κάθε στίχος πρέπει να διαβάζεται ευχάριστα,
να είναι ολοκληρωμένος, σαφής, σφιχτός,
παραστατικός, ζωντανός και ταυτόχρονα να
έχει
μέτρο και μουσικότητα.
Η κα Χατζηκοκολάκη το κατάφερε!
Γλυκά, νοσταλγικά,
σα νανούρισμα και σαν ποιητικό
και συνάμα διδακτικό παραμύθι,
που χαϊδεύει τα αυτιά και αφήνει μια ζεστή,
βελούδινη αίσθηση,
τα χαριτωμένα βιβλία της
διηγούνται την ιστορία του τόπου,
ξυπνάνε τρυφερές αναμνήσεις
και μας συνδέουν με το παιδί
που κάποτε υπήρξαμε
και που ακόμα κρύβουμε μέσα μας.
Γι αυτό δεν πιστεύω πως απευθύνονται
αποκλειστικά στα παιδιά,
αλλά και σε όσους από μας
-και είμαστε πολλοί-
αρνούνται να μεγαλώσουν και να σοβαρευτούν
κι επιμένουν να ονειρεύονται.
Και τα χαιρόμαστε το ίδιο, μικροί, μεγάλοι!
Η κα Χατζηκοκολάκη το κατάφερε!
Γλυκά, νοσταλγικά,
σα νανούρισμα και σαν ποιητικό
και συνάμα διδακτικό παραμύθι,
που χαϊδεύει τα αυτιά και αφήνει μια ζεστή,
βελούδινη αίσθηση,
τα χαριτωμένα βιβλία της
διηγούνται την ιστορία του τόπου,
ξυπνάνε τρυφερές αναμνήσεις
και μας συνδέουν με το παιδί
που κάποτε υπήρξαμε
και που ακόμα κρύβουμε μέσα μας.
Γι αυτό δεν πιστεύω πως απευθύνονται
αποκλειστικά στα παιδιά,
αλλά και σε όσους από μας
-και είμαστε πολλοί-
αρνούνται να μεγαλώσουν και να σοβαρευτούν
κι επιμένουν να ονειρεύονται.
Και τα χαιρόμαστε το ίδιο, μικροί, μεγάλοι!
Ομιλία της δημοσιογράφου Μαριλένας Σίμου
από την παρουσίαση του βιβλίου της Σοφίας Χατζηκοκολάκη
" Αντικείμενα χαμένα με τα χρόνια ξεχασμένα",
22 Νοεμβρίου 2006
από την παρουσίαση του βιβλίου της Σοφίας Χατζηκοκολάκη
" Αντικείμενα χαμένα με τα χρόνια ξεχασμένα",
22 Νοεμβρίου 2006
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου