Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα κορίτσι…
δέκα έντεκα χρονών που εκεί μπροστά στην ανοιχτή μπαλκονόπορτα του δωματίου της, διαβάζει και ξαναδιαβάζει το αγαπημένο της βιβλίο (και θα το ξαναδιαβάσει κι άλλες, καθώς θα μεγαλώνει). Ακόμη και στα παιχνίδια με τις κούκλες υπάρχει το βιβλίο εκείνο:
[- Γιατί γελάς; Δε φοβάσαι;
- Φοβόμουν. Τώρα που σ’ έχω κοντά μου δε φοβάμαι.
- Δημήτρη με κοροϊδεύεις;
- Όχι δε σε κοροϊδεύω. Σ’ αγαπώ Ζωή.]
Κι έτσι, χάρη σ’ εκείνο το βιβλίο, το κοριτσάκι πίστεψε πως, αν ο έρωτας έχει χρώμα, σε καμιά περίπτωση δεν θα έχει χρώμα ροζ ∙ αν ο έρωτας έχει χρώμα, αυτό θα είναι το κόκκινο του αίματος - ο έρωτας πρέπει να είναι μια πράξη θαρραλέα, που θέλει πολύ κουράγιο…
[ναι το καθήκον μου θα το κάνω, ίσαμε την τελευταία στιγμή και θα φοβάμαι και θα χαίρομαι και θ’ αμφιβάλλω και θα σκέφτομαι. Δεν είμαι κανένα μολυβένιο στρατιωτάκι. Είμαι άνθρωπος και θέλω να μείνω άνθρωπος.]
Κι έτσι, χάρη στο βιβλίο εκείνο, το κοριτσάκι κατάλαβε πως οι ήρωες δεν είναι υπεράνθρωποι ∙ είναι άνθρωποι με σάρκα και οστά, ήρωες, αιμάτινοι που αν τους αναζητήσεις θα τους βρεις δίπλα σου. Οι ήρωες της ζωής που αντιστέκονται όχι επειδή είναι ατρόμητοι, αλλά επειδή φοβούνται κι επιλέγουν να παλεύουν κόντρα στους φόβους τους.
[Πιάνει το κεφάλι του με τις φαρδειές παλάμες του. Ψάχνει να βρει μια λύση. Ν’ αρπαχτεί από μια τόση δα ελπίδα, να πάρει κουράγιο.]
Κι έτσι, έμαθε πως στην Ιστορία υπάρχουν εποχές που είναι δύσκολες, αλλά οι άνθρωποι καλούνται να ζήσουν μέσα σ’ αυτές τις εποχές με αξιοπρέπεια. Κι όσο ζουν να ελπίζουν.
[Έψαχνε στα συρτάρια, κάτι να βρει ακόμα, να το χαρίσει κι αυτό, να γίνει ένας παραπανίσιος κρίκος στην αλυσίδα που την έδενε με τους ανθρώπους. Αγωνιζόταν. Η λαχτάρα της γινόταν ορμητικό ποτάμι και παράσερνε τα εμπόδια. Όχι, δεν ήταν παιχνίδι. Ήταν αγωνία. Παιδιάστικη αγωνία.]
Συνειδητοποίησε πως είναι ωραίο να αγαπάς τους ανθρώπους, να αγαπάς τη ζωή και να επιλέγεις να τη ζεις με ομορφιά κι αξιοπρέπεια ∙ και πως πρέπει αδιάκοπα ν’ αγωνίζεσαι γι’ αυτό σου το πιστεύω.
Το διάβαζε λοιπόν και το ξαναδιάβαζε εκείνο το βιβλίο το μικρό κορίτσι. Και κρυφά μέσα του ήθελε να είναι σαν την ηρωίδα του βιβλίου εκείνου. Να ζήσει σαν τη Ζωή.
Τα χρόνια πέρασαν και το κοριτσάκι εκείνο έγινε γυναίκα. Κι υπάρχουν φορές που πηγαίνει και κάθεται εκεί στο πίσω μπαλκόνι δίπλα στις γλάστρες της, συντροφιά μ ένα βιβλίο ∙ κρύβεται δίπλα σ’ ένα καταδικό της κομμάτι Άνοιξης, όταν όλα γύρω της μοιάζουν αφόρητα ή πολύ θλιμμένα.
Έτσι και τώρα. Μια γυναίκα εκεί στο μπαλκόνι δίπλα στις γλάστρες της και στα γόνατά της, το βιβλίο εκείνο το αγαπημένο των παιδικών της χρόνων:
‘Ζωρζ Σαρή Όταν ο ήλιος’
- Αυτή τη φορά, θα το διαβάσω στη μνήμη της, λέει η γυναίκα κι αρχίζει να διαβάζει:
[Οι άνθρωποι είναι καλοί. Φτάνει να τους αγαπάς. Κι ας λέει ο Σωκράτης. Δεν ξέρει το μυστικό της ζωής. Χαμογέλα mon ami. Άνοιξε την πόρτα του σπιτιού και της καρδιάς σου. Να εμπιστεύεσαι τον άνθρωπο. Ο άνθρωπος είσαι εσύ.]
Διαβάζει και χαμογελάει η γυναίκα. Κι όταν τελειώνει την ανάγνωση, κλείνει το βιβλίο και το αγκαλιάζει. «Παράξενη που είναι η ζωή. Τότε ήθελα να μοιάζω στη Ζωή, τώρα θα ήθελα να μοιάζω λίγο στην κυρία Έμμα…» σκέφτεται η γυναίκα. Πιο πολύ σαν 'Έμμα' αισθάνεται.
[Αχ γιατί να περνάνε τόσο γρήγορα τα όμορφα τα χρόνια; Γιατί να βιάζονται τα παιδιά να μεγαλώσουν;]
Κι αισθάνεται ζεστές σταγόνες πάνω στα μάγουλά της. Δάκρυα; Όπως στα μάγουλα της κυρίας Έμμας…
Όμως δεν κρατάει πολύ η θλίψη αυτή. Ρίχνει μια ματιά δίπλα της. Κι εκεί δίπλα της εκείνο το δεκάχρονο κορίτσι της χαμογελάει ∙ ξετρελαμένο και χαρούμενο χορεύει ανάμεσα στις ορτανσίες κάτω από τον Ανοιξιάτικο ήλιο και φωνάζει:
«Ευχαριστώ, για όλες τις αλήθειες που μου είπες… για τη βαθιά σου πίστη στον άνθρωπο… για τη γήινη σου αισιοδοξία… για την αξιοπρέπεια, το πάθος, την ομορφιά, την ανθρωπιά… ευχαριστώ για τη ζωή που μου δίδαξε η Ζωή σου. Ευχαριστώ Ζωρζ».
Τώρα κοριτσάκι και γυναίκα έχουν γίνει ένα:
«Καλό ταξίδι, Ζωρζ Σαρρή. Θα σε συναντώ κάθε φορά, μέσα μου… κάθε φορά που θα ανοίγω τις σελίδες σου… κάθε φορά που θα γράφω ένα κείμενο και για παιδιά. Ευχαριστώ.».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου