Κάποιος είναι έξω!» Ένας θόρυβος είχε ακουστεί. Ένας µικρός γδούπος και µετά βήµατα και λαχανιασµένες ανάσες. Ο Χρήστος πετάχτηκε σαν σίφουνας από την πολυθρόνα του. (…). Η Βικτώρια σήκωσε το κεφάλι της από το βιβλίο. «Μίλα!» είπε µε σιγανή φωνή. «Είναι εκείνοι που φαντάζοµαι;»
Όταν η
Βικτώρια και ο Χρήστος μαθαίνουν ότι θα περάσουν μια ολόκληρη εβδομάδα από τις
διακοπές τους στο σπίτι της προγιαγιάς τους, δε χαίρονται καθόλου. Και αυτό
γιατί:
α) το σπίτι βρίσκεται στη μέση ενός μακρινού σκοτεινού δάσους,
β) η
προγιαγιά τους είναι κακότροπη και τρομακτική και
γ) μέχρι τότε δε γνώριζαν καν
ότι είχαν προγιαγιά!
Σύντομα, θα
ανακαλύψουν κι άλλους λόγους για να ανησυχούν. Για παράδειγμα, μέσα στο σπίτι
υπάρχει ένα απαγορευμένο βιβλίο που μοιάζει να γράφεται μόνο του κάθε βράδυ. Οι
ήρωες αυτού του βιβλίου έχουν πολλές ομοιότητες με τον Χρήστο και τη Βικτώρια.
Με τη διαφορά πως ζουν σε έναν παράξενο, μυθικό κόσμο, όπου μόλις έχει ξεσπάσει
ένας φοβερός πόλεμος ανάμεσα στους ανθρώπους και στις τρεις φυλές των
στοιχειών – τα πλάσματα του Δάσους, της Θάλασσας και του Κάτω Κόσμου.
Άραγε, πού
οδηγεί το πηγάδι σε σχήμα κλειδαρότρυπας που βρίσκεται έξω από το σπίτι; Ποια
είναι η πραγματική ταυτότητα της προγιαγιάς τους και ποια η αποστολή της; Και
το σημαντικότερο: Γίνεται κάποιος να μπει σε ένα βιβλίο ή να αλλάξει θέση με τα
πρόσωπα που ζουν και αναπνέουν στις σελίδες του;
Γιατί συµβαίνει, κάποτε, να ανοίγουµε ένα βιβλίο και κυριολεκτικά να µπαίνουµε µέσα στην ιστορία ή να ξεχύνεται εκείνη από τις σελίδες του και να έρχεται να µας βρει. Τότε αποκαλύπτεται τι είναι στ’ αλήθεια αυτό που νοµίζαµε για πηγάδι στην αυλή, ποια είναι η γυναίκα που γνωρίσαµε ως προγιαγιά και, κυρίως, ποιοι είµαστε εµείς οι ίδιοι. Ένα µυθιστόρηµα, δυο αντικριστοί κόσµοι, ένα ταξίδι: από τα ακριβά προάστια της σύγχρονης πόλης στο Μαύρο Νησί του κόσµου της Αλάστρας. Υπάρχει γυρισµός;
Παλιά, όταν η Βικτώρια έβρισκε ακόµη ενδιαφέρον στα παιδικά παραµύθια, της αρκούσε η σκέψη του λύκου ξαπλωµένου στο κρεβάτι της γιαγιάς της Κοκκινοσκουφίτσας για να µείνει άγρυπνη όλη νύχτα. Και όµως, τώρα που ένας πραγµατικός λύκος, και µάλιστα δίχως νυχτικό, την τραβούσε από το µανίκι, η Βικτώρια έδειχνε µια αξιοθαύµαστη ψυχραιµία. Ούτε έκλαιγε, ούτε τσίριζε, ούτε χτυπιόταν. Μόνο έσερνε τα πόδια της βήµα το βήµα στα ξερά φύλλα, µε την καρδιά να χτυπά ξέφρενα, υπνωτισµένη θαρρείς από τα µάτια του ζώου που έκαιγαν σαν αναµµένα κάρβουνα µέσα στο λυκόφως.
Ο Χρήστος στην αρχή είχε µείνει άπραγος. Λες και δεν ήταν η δική του αδερφή στα δόντια του αγριµιού µα κάποια ηθοποιός, που έπαιζε σε σίριαλ της τηλεόρασης. Τόσο έξω από κάθε λογική τού φαινόταν αυτή η εικόνα που έβλεπε µε τα µυωπικά του µάτια. Όµως, όταν το ελεύθερο χέρι της Βικτώριας τεντώθηκε ικετευτικά προς το µέρος του, το µυαλό του καθάρισε. Πετάχτηκε πάνω, το έπιασε και προσπάθησε να την τραβήξει πίσω. Ο λύκος γρύλισε απειλητικά και τράβηξε ακόµη πιο δυνατά. Ο Χρήστος ένιωσε την παλάµη της αδερφής του να ιδρώνει και δεν τόλµησε να επιµείνει. Χαλάρωσε λοιπόν την αντίστασή του και αφέθηκε και εκείνος στις διαθέσεις του ζώου. Τους πήγαινε προς το γεφυράκι.
Μια συναρπαστική περιπέτεια που διαδραματίζεται σε δύο αντικριστούς κόσμους. Δυο κόσμους με τα δικά τους μαγικά πλάσματα, τα δικά τους προβλήματα και τους δικούς τους αγώνες που πρέπει να δοθούν.