Δυο αγόρια, ένα με κόκκινο μπουφάν κι
ένα πιο ψηλό, ξερακιανό με κασκέτο στο κεφάλι βγαίνουν τρέχοντας από την
αυλόπορτα του σχολείου, αφήνοντας πίσω τους την αυλή-λίμνη τρέχουν μέσα στα
χωράφια και βγαίνουν στο δρόμο που από τη μια άκρη του έρχεται από κάπου, ποιος
ξέρει από πού, κι από την άλλη οδηγεί στη διασταύρωση με τους πέντε δρόμους.
Παίρνουν την κατεύθυνση της διασταύρωσης.
Από το παράθυρο του σχολείου ο
δάσκαλος τα βλέπει να τρέχουν κι ανήσυχος κάνει να τρέξει να τα φωνάξει. Όμως
αμέσως μετά το μετανιώνει. Δεν θα τον ακούσουν.
Σ' αυτά τα μέρη το σχολείο δεν είναι
προτεραιότητα για τα παιδιά. Δεν είναι λίγες οι φορές, ούτε λίγα τα παιδιά που
σταματάνε να έρχονται τελείως ή έρχονται όποτε να ’ναι γιατί πρέπει να πάνε να
δουλέψουν, να βοηθήσουν οικονομικά στο σπίτι, κάποια άλλα πρέπει να
μένουν σπίτι να προσέχουν τα μικρότερα παιδιά γιατί οι γονείς τους δουλεύουν
και κάποια άλλα σταματάνε τελείως το σχολείο επειδή οι γονείς τους λένε
ότι «αρκετά γράμματα μάθατε, φτάνει τόσο, μεγάλωσες, καιρός για κάτι πιο
χρήσιμο». Σ’ αυτόν τον τόπο και τα τέσσερα χωριά το Χωριό της Ανατολής, το
Χωριό της Δύσης, το Χωριό του Βορρά και το Χωριό του Νότου είναι από τα πιο
φτωχά χωριά του κόσμου. Χωριά που τα έκαψε ο πόλεμος – δεν έχει σημασία ποιος,
οι πόλεμοι ποτέ δε σταμάτησαν αιώνες τώρα – χωριά που τα παραμέλησαν οι
άνθρωποι, χωριά που η Φύση τα αδίκησε και μοιάζει να τα έχει ξεχάσει ακόμη κι ο
ίδιος ο Θεός.
Αυτά σκέφτεται θλιμμένα ο δάσκαλος,
που θα μπορούσε να είναι ένας ευτυχισμένος άνθρωπος γιατί το όνειρό του έχει
γίνει πραγματικότητα... και είναι.
Υπάρχουν όμως και κάποιες φορές που
αντικρίζοντας τα ταλαιπωρημένα πρόσωπα των μαθητών του, αισθάνεται ο πιο
ανήμπορος άνθρωπος και κατ’ επέκταση κι ο πιο δυστυχισμένος άνθρωπος του
κόσμου. Και τότε σκέφτεται ότι αν δεν είχε γίνει δάσκαλος κι είχε μείνει στην
πόλη να κάνει μια οποιαδήποτε άλλη δουλειά θα ήταν σίγουρα πιο ήρεμος και τα
βράδια θα καθόταν να ονειρεύεται το όνειρό του, ότι λέει είχε γίνει δάσκαλος.
- Κύριε τέλειωσα. Ένα κορίτσι με
μεγάλα μαύρα μάτια και αχτένιστα μαλλιά που πέφτουν στο πρόσωπό της τον
κοιτάζει σοβαρά δείχνοντάς του το μπλε της τετράδιο. Ο δάσκαλος το παίρνει.
Κοιτάζει προσεκτικά τα άχαρα μαύρα σημάδια πάνω στις γραμμές. Πόσα λάθη!
- Κύριε να σας πω κάτι; Το κορίτσι
ρωτάει δειλά και χαμηλώνει τα μάτια του. Ο δάσκαλος γνέφει καταφατικά.
- Κύριε όταν μεγαλώσω μπορώ κι εγώ να
γίνω δασκάλα;
Τώρα το κορίτσι έχει σηκώσει το κεφάλι
του και κοιτάζει σοβαρό το δάσκαλο κατευθείαν μέσα στα μάτια. Ο δάσκαλος
κοιτάζει το κορίτσι ξαφνιασμένος.
Και τότε γίνεται κάτι μαγικό. Ο
δάσκαλος αισθάνεται πάλι τόσο, μα τόσο ευτυχισμένος. Όπως ευτυχισμένος
αισθάνεται ο άνθρωπος που το όνειρό του γίνεται πραγματικότητα.
- Αν το θέλεις πολύ...
- Το θέλω πολύ… τον κόβει το κορίτσι.
Ο δάσκαλος σκέφτεται ότι πρέπει
να της πει πόσο πολύ χρειάζεται να μελετήσει, να προσπαθήσει, να παλέψει, πόσες
απογοητεύσεις πρέπει να αντιμετωπίσει και πόσο πολύ πρέπει να αγωνιστεί για να
τα καταφέρει. Αλλά αντί γι’ αυτό λέει:
- Τότε, ναι. Νομίζω πως όταν
μεγαλώσεις μπορείς να γίνεις κι εσύ δασκάλα.
Και τότε ακόμη κάτι μαγικό συμβαίνει.
Το κορίτσι αισθάνεται τόσο μα τόσο αισιόδοξο. Όπως αισιόδοξος αισθάνεται
ο άνθρωπος που ξέρει ότι κάποτε το όνειρό του μπορεί να γίνει πραγματικότητα.
Και δεν τη νοιάζει πια που οι γονείς της δουλεύουν από το πρωί ως τη νύχτα για
να τα βγάλουν πέρα, δεν τη νοιάζει που δεν έχει δικό της δωμάτιο και διαβάζει
στο τραπέζι της κουζίνας, δεν τη νοιάζει που περπατάει σχεδόν μια ώρα μέσα στο
κρύο και στο λιοπύρι για να πάει σχολείο, δεν τη νοιάζει γιατί τώρα πια ξέρει
κι εκείνη ότι έχει δικαίωμα να ελπίζει, έχει δικαίωμα σ’ ένα δικό της όνειρο.
- Προς το παρόν πήγαινε να χτυπήσεις
το κουδούνι για μάθημα!
Το κορίτσι φεύγει χοροπηδώντας. Ο
ευτυχισμένος δάσκαλος παρακολουθεί το αισιόδοξο για το μέλλον κορίτσι, να
φεύγει χαρούμενο.
απόσπασμα από το
"Τότε που κρύψαμε έναν άγγελο".
"Τότε που κρύψαμε έναν άγγελο".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου