Μια ερωτική ιστοριούλα με καλό τέλος
Χρήστος Μπουλώτης
Αυτή η ιστοριούλα έγινε Αύγουστο μήνα.
-Θα φύγω, είπε ένα πρωινό μια λέξη, ουφ, βαρέθηκα στη γειτονιά του άλφα.
-Τρελάθηκες; τη μάλωσαν οι γείτονες, για σοβαρέψου λίγο, η θέση είναι εδώ, μαζί μας…
Αυτά κι άλλα πολλά της έλεγαν Μα εκείνη έκανε πως δεν άκουσε. Φόρεσε τα καλά της και μια και δυο ξεκίνησε.
-Γύρνα πίσω, α γ α π ώ έεει… γύρνα πίσω.
Ήταν η λέξη ΑΓΑΠΩ.
Μεσάνυχτα και κάτι γλίστρησε αθόρυβη στη γειτονιά του βήτα. Βάσανα, βογκητά, βουή εδώ, Της μαύρισε η καρδιά στη γειτονιά του βήτα.
Άνοιξε βήμα και τσουπ… Να’τηνε στη γειτονιά του γάμα. Ούτε κι εδώ της άρεσε.
Στη γειτονιά του δέλτα ξάπλωσε αποσταμένη στον ίσκιο κάποιου δέντρου. Είπε να ονειρευτεί και ονειρεύτηκε να σεργιανούνε με πανσέληνο σ” ένα λιβάδι ασημί. Κι ήταν καλό σημάδι.
Κολύμπησε στη θάλασσα του θήτα ύστερα.
Και μάζεψε μια αγκαλιά λουλούδια στου λάμδα τα λιβάδια. Αύγουστος μήνας κι άνθησαν στο πέρασμά της τα λουλούδια. Κι ήταν κι αυτό καλό σημάδι.
Μια αγκαλιά λουλούδια… «Σε ποιον να τα χαρίσω;» συλλογίστηκε, «μια αγκαλιά λουλούδια και δεν έχω κανέναν». Τότε κατάλαβε, πρώτη φορά, πως ήταν μόνη, Πως μοναξιά, ίσως, πήγαινε να πει να τριγυρνάς δίχως σκοπό. Με μια αγκαλιά λουλούδια.
Μπαινόβγαινε ανόρεχτα στις γειτονιές τώρα. Απ” όπου πέρναγε «μείνε μαζί μας, αγαπώ», της έλεγαν.
Μια λέξη της ψιθύρισε «α γ α π ώ σε θέλω»
«κοίταξέ με, αγαπώ» της λέει η μια άλλη.
Μα το α γ α π ώ ήταν αλλού.
Μόνο σκεφτότανε πώς θα τη βρει τη λέξη που της ταίριαζε. Κι όταν την έβρισκε, αν την έβρισκε, αλήθεια πώς θα καταλάβαινε πώς ήταν αυτή και όχι άλλη; Έπρεπε να τα συναντήσει πριν μαραθούνε τα λουλούδια Έτσι έπρεπε να γίνει κι έτσι έγινε.
Μια νύχτα που έσταζε φεγγαρόφωτο ξεστράτισε στη γειτονία του σίγμα. Κάτι της έλεγε: εδώ, εδώ… Και ξαφνικά άρχισε η καρδιά της να ΧΟΡΕΥΕΙ μ' ένα γλυκό ρυθμό κάτι σαν θρόισμα μαζί και φλοίσβος. Ήταν μια λέξη τόση δα, και το 'νιωσε αμέσως πως αυτή ζητούσε μόνο αυτή
-Πώς σε λένε;
-Σε.
-Σκέτο Σε;
-Ναι, σκέτο. Και σένα;
-Α Γ Α Π Ω.
Με μια υπόκλιση της γέμισε την αγκαλιά λουλούδια… Κι εκείνη, με φωνή που λίγο έλειψε να σβήσει, τη ρώτησε
-Και γιατί διάλεξες εμένα;
-Γιατί είσαι συ, γιατί 'μαι εγώ, γι' αυτό.
Γι' αυτό, λοιπόν τη μια νύχτα ήρθανε κοντά την άλλη ακόμη πιο κοντά την τρίτη γίναν ένα και μείναν έτσι. Μοιράζονταν στα δύο ένα πορτοκάλι ένα κρουασάν, κι ένα φαρφουρένιο γέλιο μοιράζονταν στα δύο, φορούσανε το ίδιο κόκκινο πουλόβερ.
Κι ένα σωρό άλλα πράγματα
Κι ένα πρωί, χαράματα, τρυπώσανε στη γειτονιά του δέλτα να σβήσουνε το δεν.
Περνώντας απ' το λάμδα μουτζούρωσαν στα γρήγορα το λίγο και πήρανε μαζί τους το πολύ, το πάντα
Ύστερα, ζωγράφισαν ένα μεγάλο θαύμα θαυμαστικό, το φούσκωσαν σαν αερόστατο και ταξιδεύουν από τότε σ' ερωτικές ιστοριούλες...
Με… καλό τέλος!