Τώρα μιλώ πάλι…
Τώρα, μιλώ πάλι σαν ένας άνθρωπος που γλίτωσε απ’ το λοιμό
Επισκέπτομαι τους φίλους μου, ξέρω πολλούς που σώθηκαν
(«Υπάρχει πάντα μια αναχώρηση», έτσι είχα κάποτε πει
Άλλοτε πάλι μίλησα για μιαν άγνωστη αρρώστια — ποιός τα θυμάται;).
Πέρασαν πια οι καταδικασμένες μέρες ανοίξαν τα παράθυρα
Χαρούμενοι οι οδοκαθαριστές σαρώνουνε στους δρόμους τα σκουπίδια
Άρχισε πάλι η ζωή, οι εγγραφές στους συλλόγους και τα ινστιτούτα
Οι αγκαλιασμένοι έφηβοι στις πλατείες, τα ακατάλληλα έργα στους
κινηματογράφους
Οι αγγελίες στις εφημερίδες· πέρασε πια η κακή αποκριά
Οι προσωπίδες κάηκαν τα παλιά ονόματα λησμονηθήκαν
Και το δημοτικό συμβούλιο συνεδριάζει για τη μετονομασία των οδών.
Ραούλ, εσένα πάλι σκέφτομαι που δεν πρόλαβες να γίνεις σοφός, να
συζητήσεις,
Να δεις την άλλη πλευρά των πραγμάτων, να μάθεις να σιωπάς·
Δε σου ’μελλε να πιθανολογείς, να βγάζεις συμπεράσματα
Δε σου ’μελλε να διδαχτείς κι εσύ την αριθμητική των ιδεών.
Μανόλης Αναγνωστάκης
ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΙΣ ΔΙΑΙΡΕΣΕΙΣ
Επιστημονικό εργαστήριο και καταγγελία
Κάτω από πολλαπλασιασμούς
είναι μια σταγόνα αίμα πάπιας,
Κάτω από τις διαιρέσεις
είναι μια σταγόνα αίμα ναύτη.
Κάτω από τις προσθέσεις ένας ποταμός τρυφερό αίμα
ένας ποταμός που έρχεται τραγουδώντας
μεσ' από τα δωμάτια των προαστίων,
ένας ποταμός που είναι χρήμα τσιμέντο ή αεράκι,
μες στην ψεύτρα αυγή της πόλης.
Τα βουνά υπάρχουν το ξέρω.
Και τα γυαλιά για τη γνώση.
Το ξέρω μα εγώ δεν ήρθα για να δω τον ουρανό.
Ήρθα να δω το θολό αίμα.
Το αίμα που φέρνει τις μηχανές στους καταρράχτες
και το πνεύμα στη γλώσσα της κόμπρας.
Κάθε μέρα σκοτώνουν στην πόλη
τέσσερα εκατομμύρια πάπιες,
πέντε εκατομμύρια χοίρους
δυο χιλιάδες περιστέρια για την ευχαρίστηση εκείνων
που ψυχοραγούν,
ένα εκατομμύριο αγελάδες,
ένα εκατομύριo πρόβατα
και δυο εκατομμύρια κοκόρια,
που κάνουν τους ουρανούς χίλια κομμάτια.
Προτιμότερο να κλαις τροχίζοντας το ξουράφι σου
η να δολοφονείς σκυλιά σε παρακρουστικά κυνήγια,
παρά να αντιστέκεσαι, τα ξημερώματα,
στις ατελείωτες συνολκές με γάλα,
στις ατέλειωτες συνολκές με αίμα
και στις συνολκές σιδηροδέσμιων ρόδων
από τους εμπόρους αρωμάτων.
Οι πάπιες και τα περιστέρια,
τα γουρούνια και τα αρνιά,
βάζουν τις σταγόνες του αίματός τους
κάτω από τους πολλαπλασιασμούς,
και τα φριχτά ουρλιαχτά των πρεσαρισμένων αγελάδων
γεμίζουν πόνο την κοιλάδα,
εκεί που ο ποταμός μεθάει με λάδι.
Καταγγέλλω όλους αυτούς
που αγνοούν το άλλο μισό,
που υψώνει τα τσιμεντένια βουνά του
εκεί που χτυπούν οι καρδιές
των ταπεινών ξεχασμένων ζώων,
εκεί που θα πέσουμε όλοι
στο τελευταίο πανηγύρι των τρυπανιών.
Σας φτύνω κατάμουτρα.
Το άλλο μισό μ' ακούει
καταβροχθίζοντας, κατουρώντας,
πετώντας μες στην αγνότητά του
σαν τα παιδιά των θυρωρείων
που βάζουν λεπτά ξυλάκια
μες στις τρύπες που σκουριάζουν
οι κεραίες των εντόμων.
Δεν είναι κόλαση, είναι ο δρόμος.
Δεν είναι ο θάνατος, είναι το μανάβικο.
Υπάρχει ένας κόσμος σπασμένων ποταμών
και ασύλληπτων αποστάσεων
στο ποδαράκι αυτής της γάτας που το 'σπασε το αυτοκίνητο,
κι ακούω το τραγούδι του σκουληκιού
μες στην καρδιά πολλών κοριτσόπουλων.
Οξείδωση, ζύμωση, γη που αναριγεί.
Γη, εσύ ο ίδιος που κολυμπάς μέσα στους αριθμούς
του επιστημονικού σου εργαστηρίου.
Τι να κάνω· να τακτοποιήσω τα τοπία;
Να τακτοποιήσω τους έρωτες που είναι ύστερα φωτογραφίες,
που είναι ύστερα κομμάτια ξύλο και μπουκιές αίμα;
Όχι, όχι, όχι, όχι· εγώ καταγγέλλω.
Καταγγέλλω τη συνωμοσία
αυτών των έρημων γραφείων
που δεν αναγγέλλουν στο ραδιόφωνο τις αγωνίες,
που σβήνουν τα προγράμματα του δάσους,
και προσφέρομαι να φαγωθώ
από τις πρεσαρισμένες αγελάδες
όταν οι κραυγές τους γεμίζουν την κοιλάδα,
εκεί που ο ποταμός μεθάει με λάδι.
Federico Garcia Lorca