Άφεγγα ξύπνησε ο Τάσος στο καμαράκι. Καμαρούλα μια σταλιά, δύο επί
δύο, που το παραθύρι της ένα και μοναδικό έβλεπε στο καντούνι ίσαμε τους ώμους
του καθενός περαστικού. Οι τάβλες τον είχανε στραβώσει αποβραδίς και για να
σκωθεί έβαλε φόρα. Με την τρίτη εδέησε να κωλοκάτσει στη σιδεριά του κρεβατιού
και μετά βάλθηκε να τεζάρει σιγά, σιγά, γιατί από το βραδινό δίπλωμα η μέση του
είχε κλειδώσει. Με τα πολλά βρέθηκε ορθός.
Νιβότανε με κάτι σταγόνες από νερό που είχανε μείνει στο μπουκαλέτο
και σκουπιζότανε από πάνω του. Έκανε δύο δάχτυλα καφέ πικρό που τον έπινε από
το μπρίκι κι αφού έσιαξε με τα χέρια του τα μαλλιά, έβαλε τα ρούχα του. Στολή
ίδια κι απαράλλαγη, μέρα μπαίνει μέρα βγαίνει, παρεκτός από τότες που έπρεπε να
πλυθεί κι έπαιρνε κάτι ρούχα δεύτερα που είχε για αλλαξιά σε τέτοιες
περιπτώσεις ανάγκης.
«Δε θέλω να δουλεύεις, δε θέλω να δουλεύεις
δε θέλω να δουλεύεις, να βασανίζεσαι.
Θέλω να τρως να πίνεις, θέλω να τρως να πίνεις
θέλω να τρως, να πίνεις και να στολίζεσαι»
Έπιακε τον εαυτό του να τραγουδάει σότο βότσε το παλιό τραγούδι. Κι
έκαμε τις τελευταίες ετοιμασίες και βγήκε από το πορτί σκυφτός. Μα και στο ίδιο
του το σπίτι λυγισμένος επερπατούσε, γιατί ήτανε ψηλολέλεκας, κρεμανταλάς και
το σπίτι καμωμένο για αλλιώτικα μεγέθη. Γι’ αυτό μία κλίση ελαφριά, μία καμπύλη
μόλις διακριτή στην κορφή της πλάτης, των ανθρώπων που απ’ ανάγκη αντικρίζουνε
σεμνοί και μετρημένοι τη ζωή, του είχε μόνιμα εγκατασταθεί.
Ξεκινούσε κάθε πρωί πριν ακουστεί η πρώτη του Δεσύλλα. Έβγαινε στο
καντούνι, στεκότανε για λίγο ακούνητος και τραβούσε, όσο ήτανε μπορετό, το
κουφάρι του να ισιώσει από την καμπουριασμένη νύχτα. Έπαιρνε μια ανάσα που τις
περσότερες φορές βρωμούσε οχετό και κατουρλίλα και τις λιγότερες ψαρίλα κι
αλμύρα της θάλασσας και ξεκινούσε. Στο χέρι του κρατούσε δεμένη σε μια
παλιοπετσέτα τη μαρέντα του: μια αγκωνή ξερό ψωμί πιτισμένη λάδι κι ένα
κρεμμύδι στουμπισμένο, που το παράχωνε στην ψίχα του.
Έμπαινε πάντα από την μπροστινή πύλη και βρισκότανε στο πόστο του πριν
αρχίσουνε να αριβάρουνε οι εργάτριες. Αρχιεργάτης ο ίδιος, επόπτης σαν να λέμε,
σ’ ένα από τα τμήματα των αργαλειών, είχε στην επίβλεψή του σκάρσα δύο
ντουζίνες γυναίκες. Πρόσεχε να εργάζονται με σέστο, να μην πιάνονται σε
κουβέντες αναμεταξύ τους και ξελασκάρει το μυαλό τους και χάνουνε τον ρυθμό της
δουλειάς, να μη ντένουνε τα νήματα, ν’ αλλάζουνε μόλις νετάρανε τα κουβάρια.
Τις ήξερε όλες με τα ονόματά τους, με τις ιστορίες της ζωής τους και
τα ιντερέσα τους. Ποια ήτανε στεφανωμένη, ποια έμπαζε από την πίσω πόρτα τον
λεγάμενο, ποια μεγάλωνε με αέρα κοπανιστό και με ψυχικά τα κουτσούβελά της,
ποιανής ο άντρας ήτανε χαραμοφάης και μεθύστακας, ποιανής η μάνα ή η πεθερά της
έψηνε το ψάρι στα χείλια, ποια έπαιρνε από κουβέντες, ποια ήθελε αγριάδες, ποια
και με το πρώτο νόημα μοναχά καταλάβαινε.
Τον ξέρανε κι εκείνες. Ορφανό από τα μικράτα του, με μια αδελφή που
τόνε πρόσεχε μα που συχωρέθηκε νωρίς, καλόψυχο και μαγκούφη, δυνατό στο κορμί
αλλά αδύναμο στη γλώσσα. Γιατί ο Τάσος ήτανε ψευδός και κεκές και κάθε που
μιλούσε, μια τσερμαρισμένη φωνή, που θύμιζε μαθητή μπροστά σε μανιασμένο
δάσκαλο, έβγαινε από ένα αντρίκιο, σκληρόπετσο σώμα. Εκείνου τα μάγουλα
γινότανε φουρνέλο κι εκείνες κρατιότανε να μη σκάσουνε στα γέλια μπροστά στα
μούτρα του αναφανδόν.
Κι ο Τάσος φουρκιζότανε. Αλλά μπορούσε κάτι να κάμει; Σ’ αυτή την
αδικία παραδινότανε αμαχητί. Ένα παραπάνω που το διαολεμένο του το ψεύδισμα δεν
έκανε πουθενά σκόντο. Γιατί δε θα τον πείραζε τον Τάσο ν’ ακούγεται το
αναθεματισμένο μπροστά σ’ όλες τις εργάτριες. Ας ακουγότανε σ’ όλες τους
μπροστά, μα σ’ όλες τους, σ’ όλες εκτός από τη Ροζέτα.
Και τι δε θα ‘δινε όταν πλησίαζε σ’ εκείνη, όταν έσκυβε από πάνω της,
όταν σίμωνε τα κοντά μαλλιά της κι έφτανε μέχρι τα ρουθούνια του αυτή η αψιά
γυναικεία μυρωδιά που βγάνανε το δέρμα κι οι αμασχάλες της, πόσο θα το ‘θελε τότες
να μη ρετάρει η φωνή του κι αυτό το «γ» να μην παίρνει το πόστο που κανονικά θα
‘πρεπε να έχει το «ρ».
-Θα, θα, θα ‘γθω να σε παπαπάγω το αποποποπόγιομα αύγιο να
σουσουσουλατσάγουμε στον Ανενενενεμόμυλο παγέα, θα ‘λεγε.
Μα λέγονται με τέτοιο τρόπο αυτά τα πράγματα; Γι’ αυτό όταν ήτανε
αναγκασμένος να μιλήσει στη Ροζέτα κλωθογύριζε κάμποσες φορές μέσα του αυτό που
έπρεπε να πει: έραβε μικρές τις προτάσεις, τις προβάριζε ξανά και ξανά κι
έπαιρνε βαθιές ανάσες να καταφέρει να τις ξεγεννήσει μπατιγκάδα, τουτέστιν με
μια αναπνοή, χωρίς ρετάρισμα. Μα ποτέ δεν τα κατάφερνε. Κι έσκυβε το κεφάλι
άτυχος, ανεπιτήδειος, λειψός.
Την ήξερε ο Τάσος από μικρή τη Ροζέτα. Η μάνα της την είχε φέρει στου
Δεσύλλα. Εκείνο τον καιρό αυτή δούλευε στις ραπτομηχανές και βάλανε τη Ροζέτα
στις ματσετίνες. Τα χέρια της τότε, θα ‘τανε δε θα ‘τανε οχτώ χρονών, ίσα που
φτάνανε στην τάβλα του μακρόστενου τραπεζιού που ολοτρόγυρά του καθότανε τα
παιδιά, όλα κορίτσια. Κι εκεί πάνω στη γρέτζα επιφάνεια έπρεπε να παίρνουνε τ’
ανήλικα τον σπάγγο και να τόνε τυλίγουνε σε ματσάκια, έτοιμα να πάρουνε τον
δρόμο για τα μαγαζιά: «προς πώληση», έγραφε η ταμπέλα του κιβωτίου.
Κι ο Τάσος κοίταζε πάντα σ’ αυτά τα μακρόστενα τραπέζια τα κοπελούδια
μ’ ένα βάσταμα στην καρδιά, γιατί ήξερε τι εσήμαινε να πιάνεις από τόσο μικρή
πόστο στις ματσετίνες. Δε θα πήγαινες ποτέ σκολειό, δε θα μάθαινες γράμματα, δε
θα ‘χε άλλο δρομολόγιο η ζωή σου παρά να μεγαλώνεις μαζί με τη θέση που
καπάρωσες: από τις ματσετίνες, στις ραπτομηχανές, μετά στ’ αργαλειά κι από κει καμιά
φορά, μπορεί κι αρχιεργάτρια. Αν σου ‘χανε συμπάθεια τ’ αφεντικά. Μπορεί κι άμα
άφηνες τον μικρότερο από τους δύο να κάμει και τίποτ’ άλλο, σε περίπτωση που τ’
άρεσε το σουλούπι σου. Γιατί το δεύτερο αφεντικό ήτανε λιμοκοντόρος και
γυναικάς κι εκμεταλλευότανε τη θέση του αδιακρίτως.
Και τη ζωή σου να τη μετράνε η πρώτη, η δεύτερη κι η τρίτη πρωινή του
Δεσύλλα κι εκείνη η πανηγυρική, η χαρμόσυνη σειρήνα της βάρδιας που τελείωσε
και τα οκτάωρα τοκισμένα με υπερωρίες, μεροδούλι μεροφάι, με μόνο τις Κυριακές
ένα μισερό διάλλειμα. «Εργοστάσιο Ιούτης, Λινού και Κάνναβης» έγραφε φάτσα
κάρτα κρεμασμένη στο κούτελο η ταμπέλα της ζωής σου.
Όλα αυτά τα χρόνια στο εργοστάσιο παρακολουθούσε ο Τάσος τη Ροζέτα να
μεγαλώνει: να ψηλώνουν τα κανιά της, να μακραίνουνε τα χέρια της, η λεκάνη της
να φαρδαίνει και τα βυζιά της να τσιτώνονται στριμωγμένα μέσα στο μπλουζάκι και
στο σουτιέν. Και τ’ άρεσε που ‘τανε λιγόλογη και που κρατούσε τα μάτια χαμηλά
και δε φερότανε όπως άλλες, που κάνανε με τα βλέμματα το «ορίστε» στους άντρες
που δουλεύανε στις μηχανές, όταν τους συναπαντούσανε μέσα στο μπουλούκι στο
έμπα και στο έβγα της βάρδιας.
Στοίβαζε ο Τάσος τα τσουβάλια και τα απίθωνε στη γωνιά και με την
άκρια του ματιού του την κοίταζε να ‘χει κιόλας ξεκινήσει. Ο αργαλειός ήθελε να
‘χεις το βλέμμα σου απίκο και το χέρι σου έτοιμο να ενώσει την κλωστή αν
κοβότανε και το μηχάνημα αυτόματα σταματούσε. Και την παρατηρούσε να παραστέκει
άγρυπνη το υφάδι, στο σύθαμπο του πρωινού, γιατί έξι και κάτι χάραμα
δεκεμβριάτικο, το γυρόφερνε ακόμα να ξημερώσει. Κι ο θόρυβος των μηχανών ολοένα
αύξαινε. Κι ήξερε ο Τάσος ότι ήτανε κομμάτι δύσκολο να κάνεις καλά τη δουλειά
με τα μάτια και τα χέρια μαργωμένα από τη χειμωνιάτικη παγωνιά.
Και πόσες φορές έτσι που την έβλεπε, θα κόντευε τα δεκαοχτώ, δε
σκεφτότανε τι καλά που θα ‘τανε ν’ ανταμώνανε τα μεροκάματά τους, τα κρεβάτια
τους, τα σώματά τους και να βρούνε ένα καμαράκι πιο απλόχωρο και να
χουχουλιάζονται τα βράδια για να στεγνώνουνε την υγρασία και να ζεσταίνουνε τ’
αγιάζι και τον χιονιά; Κι αναθεμάτιζε ντακάπο την ώρα και τη στιγμή που ‘χε
γεννηθεί κεκές και ψευδός, γιατί δεν εμπόρουνε να ξεχωρίσει ακριβώς πότε και
κάτω από ποιες συνθήκες είχε αποκτήσει αυτό το κουσούρι κι έλεγε μην ήτανε από
γεννησιμιού του στάμπα ανεξίτηλη.
Και στοίβαζε κι απίθωνε με φούρια και σιγοτραγουδούσε.
«Δε θέλω να δουλεύεις, δε θέλω να δουλεύεις
δε θέλω να δουλεύεις, να βασανίζεσαι.
Θέλω να τρως να πίνεις, θέλω να τρως να πίνεις
θέλω να τρως, να πίνεις και να στολίζεσαι»
Πάντα είχε βιάση η δουλειά του αλλά σήμερα λες και τον είχε καταλάβει
μια ανεξήγητη ταχύτητα, μια ταραχή δυσερμήνευτη. Να ‘τανε το δίπλωμα στις
ξύλινες τάβλες που ‘χε αφήσει μέσα κι έξω του γρόμπους και κλειδώματα ή κανένας
εφιάλτης από κείνους που ζωντανεύανε πού και πού στο χαμηλοτάβανο καμαράκι και
παιζότανε μέχρι τέλους στους ξεφλουδισμένους τοίχους του; Ή να ‘τανε που ‘χανε
περάσει μόλις τρεις μέρες από τ’ Αγιού τη γιορτή κι είχε πάρει, κατά το
συνήθειο του, από πίσω τις μπάντες στα καντούνια, και με το ψευδό του
«ταγατατζούμ», «ταγατατζούμ» τις συνόδευε ρυθμικά; Κι η μουσική πάντα κάτι
ανακάτωνε μέσα του με τη βαθιά της κουτάλα. Σαν να μπέρδευε κι άλλο τ’
ατακτοποίητα και σαν στα τακτοποιημένα ν’ άλλαζε θέση και σειρά.
Κι έτσι πέρασε η ώρα κι ο Τάσος κόντευε να φινίρει με τα καναβάτσα και
τα σακιά. Κι έκανε τη δουλειά του και όλο κοίταζε τη Ροζέτα στα κλεφτά. Την
κοίταζε στα κλεφτά και δούλευε.
Ώσπου σε μια ανεπαίσθητη στιγμή τον ένιωσε να στέκεται σχεδόν δίπλα
του. Με το γκρι φανελένιο κουστούμι του, το μακρύ αγγλικό πανωφόρι και το
μεταξωτό μαντίλι στο λαιμό, δεμένο και σινιαρισμένο μέσα στο άνοιγμα που άφηνε
το πουκάμισο. Την ήξερε ο Τάσος την κουστουμιά, δεν ήτανε χρεία να την
κοιτάξει.
Τόνε νιώθει εκεί, αυτόν τον σιχαμένο και τον θρασύτατο. Πότε φύλαγε
καραούλι σε ένα πέρασμα, πότε κόρταρε φόρα παρτίδα την ώρα της δουλειάς, πότε
έστελνε όρντινο και καλούσε ονομαστικά στο γραφείο του κάποια που ‘χε σταμπάρει
για τα περαιτέρω.
Και ξέρει ο Τάσος ότι τόνε κοιτάζει μ’ εκείνο το περιπαικτικό ύφος που
το συνήθιζε και ότι ετοιμάζεται ν’ ανοίξει το στόμα, όπως πάντα, και ν’
αμολήσει τη χλευαστική κουβέντα και να τόνε κάνει ρεντίκολο στο γυναικομάνι με
το χωρατό. Και δεν λάθεψε.
-Τι γίνηκε σήμερα; Την εκούρδισες καλύτερα τη φωνή σου; ακούγονται
μπάσα τα λόγια του μικρότερου αφεντικού κι αντηχούνε παράξενα μέσα στη μεγάλη
αίθουσα ανακατωμένα με τον θόρυβο των αργαλειών.
Δεν περνάει μέρα που να μη μπει μέσα και να μην τόνε κοροϊδέψει. Δεν
περνάει μέρα που να μη φοβηθεί ο Τάσος για τη Ροζέτα, ότι έχει έρθει η δική της
η σειρά για τα περαιτέρω. Κι ο Τάσος δεν ασκώνει το κεφάλι και δώσ’ του
σωριάζει τις λινάτσες και τα σακιά. Μα η φωνή του αφεντικού ξανακούγεται
επίμονη και πιο δυνατή αυτή τη φορά και καβατζάρει τον μηχανικό θόρυβο.
-Δεν απαντάς, ε; Μα, εσύ, ένας λάτρης της μουσικής και να μην μπορείς
να κουρδίσεις τη φωνή σου, πώς και τούτο; ρωτάει και κοιτάζει ένα γύρο τις
γυναίκες που δουλεύουνε. Κοιτάει και τη Ροζέτα. Κι ο Τάσος σκυμμένος είναι σαν
να βλέπει το κοροϊδευτικό ύφος και τα μότα που κάνει για να τόνε κογιονάρει και
για να προκαλέσει τα γέλια τους. Κι η Ροζέτα είναι ανάμεσά τους.
Αέρας φύσηξε στην ψυχή του Τάσου. Βγήκε από μέσα του ή μπήκε μέσα του
από κάποια αθέατη ρωγμή; Κανένας δε θα μπορούσε να βεβαιώσει. Μια φορά, εκεί
μέσα στα σωθικά του ο αέρας σφυρίζει δυνατά, πολύ δυνατά και σηκώνει αντάρα. Κι
όπως, λίγο πριν πεθάνεις, περνάνε αστραπιαία όλα τα επεισόδια της ζωής σου σαν
ενσταντανέ από τα μάτια σου μπροστά, έτσι όλη η ζωή του Τάσου περνάει τούτη τη
στιγμή μπροστά από τ’ ανοιχτά του μάτια: ζωή επαναλαμβανόμενη, σκυμμένη,
μουντή. Όλη μέρα δουλειά για τις τάβλες και το ξεροκόμματο; Και τι στ’ αλήθεια
μπορεί να προσφέρει στη Ροζέτα, αν αποφασίσει να ζήσει μαζί του;
Κι ο Τάσος αρπάζει τη σιδεριά που είναι πεσμένη εκεί παραδίπλα κι
ορθώνοντας το κορμί του κι ισιώνοντάς το, τόσο όσο δεν το ‘χει κατορθώσει ποτέ
και χωρίς να σκεφτεί τίποτα ουρλιάζει στ’ αφεντικό βαστώντας το σίδερο σαν
δρεπάνι.
-Χάσου από τα μάτια μου. Κι εδώ μέσα αν θέλεις το καλό σου, μην
ξαναπατήσεις. Και μπροστά σ’ όλο το γυναικολόι και τ’ αργαλειά τα ξερνάει όλα
μπατιγκάδα χωρίς καθόλου ρετάρισμα.
Και μαζί με το χρώμα, που βλέπει να εξαφανίζεται από το μούτρο του
μικρότερου αφεντικού, βλέπει και το χαμόγελο της Ροζέτας να φωτίζει το
μελαχρινό της, όμορφο πρόσωπο.
Το διήγημά μου "Ο Τάσος ο
Ταγατατζούμ", δημοσιευμένο στο τεύχος 39 του περιοδικού Ένεκεν (Απρίλης
2016), αφιερωμένο στη μνήμη της γιαγιάς μου
Αλεξάνδρα Μητσιάλη/Θεσσαλονίκη, Γενάρης 2016