εροντομπασμένος ο βασιλιάς του Λιβόρνου δεν έχει όρεξη για
τιμές, δεν έχει χέρι για σκήπτρο. Σάρακας τα χρόνια τον ρίξανε στα γηρατειά, τα
γηρατειά σαπίλα, του νέκρωσαν τις φιλοδοξίες. Χιόνι ρίχνει στον Όλυμπο! Άσπρα
κάτασπρα τα μαλλιά, τρεμάμενα τα πόδια, στείρα ταφόπλακα η καρδιά. Η νέα ζωή
πολυθόρυβη, μεγαλοφάνταστη, αντρειωμένη σκορπά τριγύρω του, φεύγει και χάνεται
σαν γάργαρο νερό, που τρέχει κάτω από ρουπάκι κατάξερο. Πώς να την αισθανθεί
και πού να την ακολουθήσει; Αδύνατο! Κράζει το γιο του, μονάκριβο βλαστό, παρακαλεί
και λέγει του με σβησμένη φωνή, με θολωμένα μάτια:
- Καλέ μου και χρυσέ μου, έλα και πάρε τα. Ντύσου χλαμύδα το
σιδεροπουκάμισο· βάλε το Στέμμα στεφάνι αγκαθερό· κράτει το Σκήπτρο κεντρί του
έθνους σου, δέσποζε και κυβέρνα. Κυβέρνα σαν πατέρας και σα βασιλιάς.
Το βασιλόπουλο πεισματικά του απαντά:
-Πατέρα σε ονομάζω και βασιλιά σε προσκυνώ. Δε θέλω τίποτα· δεν
πιάνω τίποτα. Κακότροπη Γοργόνα στέκεται δίπλα σου. Βασίλειο δεν ορίζεις· λαό
δεν κυβερνάς· Ή τη Γοργόνα διώχνω ή εγώ χάνομαι.
Και παίρνει μια μπρατσέρα με κόκκινο πανί, καλά την αρματώνει,
βγαίνει στο πέλαγο. Δεν έχει χάρη μόνο την παλικαριά, μα σμίγει και τη γνώση το
βασιλόπουλο. Δεν παίρνει μόνον άρματα φονικά, δοξάρια και σαγίτες, σπαθιά και
απελατίκια· μα και τροφές, βρώση και πόση για ξεγέλασμα. Παίρνει κρέατα –βόδια
ολάκερα· παίρνει ψωμιά –φούρνους αδαπάνητους· παίρνει κρασιά –βαρέλια
χιλιοστέφανα. Και βάνει πλώρη ίσα για το νησί.
- Ή σώνω το λαό μου ή εγώ χάνομαι, λέει αποφασιστικά.
***
Γοργόνα τη λένε οι ναύτες, αλλά μοιάζει με σαλαμάντρα·
σαλαμάντρα κυματιστή, ολογάλαζη, πέτρινο ξερονήσι ανάμεσα στα διάφανα νερά του
Λιβόρνου. Εκεί πάνω φώλιαζαν οι αράπηδες, τέσσεροι Αράπηδες αιμοβόροι και
απάνθρωποι, στοιχειά του κόσμου, τρόμος των θαλασσινών. Ένας πατέρας ήταν, δυο
του παιδιά κι ένας ανιψιός. Σκληρός ο πατέρας, άκαρδα τα παιδιά, ο ανιψιός
θεριόψυχος. Ούτε νόμο ξέραν, ούτε θεό. Μόνο μια τράτα είχαν καλαρματωμένη και
γοργοκίνητη. Φωλιασμένοι εκεί παραμόνευαν νυχτοήμερα τα πέλαγα. Και μόλις
έβλεπαν κακότυχο πλεούμενο, απάνω του! Ποιος μπορούσε να γλιτώσει; Ποιος
τολμούσε ν’ αντισταθεί; Κούρσευαν το πράμα, έτρωγαν τους ανθρώπους, βύθιζαν τα
πλεούμενα. Λάμιες της θάλασσας κακόγνωμες.
Πολλά παλικάρια κίνησαν και πήγαν να τους πολεμήσουν· πολλά βασιλόπουλα ηθέλησαν να
δοξασθούν με το θάνατό τους. Μα όσοι κι αν πήγαν, κανείς δεν πρόφθασε να
μετανιώσει για το κίνημά του. Το άχαρο νησί, σαν να ήταν δασοφυτρωμένο με
λησμοβότανο, τους κοίμιζε παντοτινά, έδειχνε στο λιοπύρι βωμούς τα κόκαλα. Και
οι Αράπηδες θεριακωμένοι, πάντα πικροί κι αδάμαστοι, κάθονταν εκεί φοβέρα του
ναυτόκοσμου.
Μα του Λιβόρνου το βασιλόπουλο τρέχει γοργά τώρα,
ελπιδοφορτωμένο και πολυκάτεχο. Η ευχή του λαού γίνεται αέρι και φουσκώνει το
κόκκινο πανί· των θαλασσών τα δάκρυα σμίγουν με το γαλάζιο κύμα και λαχτίζουν
εμπρός στο σκαφίδι του. Έφτασε νύχτα στων κακούργων τη μονιά· έβγαλε τις
προμήθειες όλες. Βγάζει τα κρέατα – βόδια ολάκερα· βγάζει το κρασί – βαρέλια
χιλιοστέφανα. Βγάζει και τ’ απλώνει όλα στην ακρογιαλιά και κείνο κρύβεται με
τη μπρατσέρα σ’ ένα απόσκεπο λιμανάκι. Τάχα θα χορτάσουν τ’ αχόρταγα στοιχειά
με τις προμήθειές του.
Την αυγή με το σύθαμπο κατεβαίνουν οι Αράπηδες στην ακρογιαλιά,
βλέπουν τα κρέατα και τα ψωμιά. Τα βλέπουν και ρωτάν ποιος τάχα να τα ’στειλε.
Βέβαια κάποιος που τρομάζει τ’ όνομά τους, τρέμει στον ίσκιο τους. Μα τα
ρέγονται περισσότερο παρά ν’ απορούν. Κάθονται, τρώνε και παραχορταίνουν.
Βλέπουν το κρασί· το μυρίζονται. Περισσότερο διψούν παρά ξαφνίζονται. Ρίχνονται
και ρουφούν· πάσχουν να ξεδιψάσουν.
- Μην το πίνουμε το δόλιο, μπάρμπα, και δεν ξέρουμε το τι μας
βρίσκει· λέει μια στιγμή ο ανιψιός στο θείο του.
Χασονούσης εκείνος, δίνει του μια μπάτσα και στραβώνει τη σαγόνα
του. Και ρίχνεται πάλι στο κρασί ο γέρος· ρίχνονται τα δυο παιδιά· ρίχνεται κι
ο ανιψιός για να ξεχάσει τον πόνο του. Ρούφα ρούφα τ’ αδειάζουν τα βαγένια. Αδειάζουν τα βαγένια, τυλώνουν το στομάχι τους, σκοτίζουν το
νου τους. Αρχίζουν τα τραγούδια· πιάνουν το χορό. Χορεύουν και χορεύουν ώσπου
ξαπλώνονται στον άμμο αναίσθητα κορμιά. Πάγανα τώρα οι μαύροι δαίμονες!
Τότε αφήνει τον κρυψώνα του το βασιλόπουλο· κοιτάζει άφοβα τους
Αράπηδες και χαμογελά. Δε χάνει καιρό, δένει τους καλά, με βαριές αλυσίδες τους
φορτώνει, σαβούρα ρίχνει στη μπρατσέρα· φτάνει γοργά στο Λιβόρνο.
- Ο λαός μου σώθηκε· συλλογιέται πασίχαρος σε όλο το ταξίδι.
***
Ο γέροντας βασιλιάς απάνω στον ολόχρυσο θρόνο του παραλυμένος
κείτεται από φόβο και απελπισία. Ερημιά τριγύρω και θλίψη μέσα του. Η Δωδεκάδα
τον παραστέκει χλωμή και τ’ άρματα λαμπρά προστατεύουν την ακριβή ζωή του. Μα
εκείνος ανήσυχος ένα άρμα προσμένει κι ένα σύμβουλο· το παιδί του. Εμπρός, το
άψεγο κρύσταλλο του παραμυθιού δείχνει του κάτω λιμάνι πολυθόρυβο· πανιά και
άρμενα πλήθος, απέραντη θάλασσα που οργώνεται από σκαφίδια χίλια. Τα σκαφίδια
όμως δεν έχουν γλώσσα γι’ αυτόν· οι
βίγλες δεν του δίνουν το ποθητό σημάδι. Η Γοργόνα, λέει, του κράτησε τον ακριβογιό · έρημος θα μείνει και άβλαστος ο δοξασμένος θρόνος του αιώνα!
Άξαφνα διάπλατη ανοίγει η πόρτα
και ξανθή αχτίνα μπαίνει μέσα το βασιλόπουλο.
- Πατέρα σε ονομάζω και βασιλιά
σε προσκυνώ, λέει γονατίζοντας. Όλα τα παίρνω τώρα και σ’ αλαφρώνω τη ζωή.
Ντύνομαι τη χλαμύδα, το σιδεροπουκάμισο· βάνω το Στέμμα, στεφάνι αγκαθερό·
παίρνω το Σκήπτρο, κεντρί του έθνους μου. Κυβερνώ σα πατέρας και σα βασιλιάς.
Δεν πρόφτασε ν’ αγκαλιάσει το
παιδί του ο γέροντας κι έξω ακούστηκε φωνή τρανολάλητη, άγρια και κακή, λες και
το ξερονήσι κοσμοχαλαστής κύκλωσε το παλάτι.
- Εκδίκηση!... εκδίκηση!
διπλοτριπλώνει στα μεσούρανα η φωνή.
Ο λαός ξαρματώνει τους φρουρούς,
ανοίγει με το τσεκούρι τις πόρτες, ανεβαίνει τις ταπητοστρωμένες σκάλες, σχίζει
κουρέλια τις μεταξωτές κουρτίνες, συντρίβει τα βάζα, φτάνει αγριόθυμος εμπρός
στο βασιλιά.
- Να σε ρωτήσω, πατέρα μου
δικαιοκρίτη· του λέει. Με τι πληρώνει εκείνος που πατάει την καραντίνα;
- Με θάνατο.
- Υπόγραψε.
Πατάει πρόθυμα τη χρυσή βούλα
του ο βασιλιάς στη θανατική απόφαση. Τότε του διηγείται ο λαός το κάμωμα του
βασιλόπουλου. Κακή χολέρα θέριζε τα περίχωρα και είχε καραντίνα η πόλη. Όμως το
βασιλόπουλο δεν πρόσμενε πρώτα να καθαρισθεί· ήρθε γραμμή στο παλάτι. Μπορεί να
ήφερε την αρρώστια και μέσα στα σπίτια του.
- Ευχαριστώ! λέει ο βασιλιάς
δακρύζοντας. Παιδί μου το βασιλόπουλου, παιδί μου κι ο νόμος. Το βασιλόπουλο
αδίκησε το νόμο· εκείνος θα χάσει το βασιλόπουλο.
Πήραν το μονάκριβο βλαστό, στ’
άνθη τον έντυσαν και το άσπλαχνο λεπίδι του λαού έκοψε το βασιλικό δεντρί από
τη ρίζα του.
Τώρα καταμεσής του Λιβόρνου οι
Αραπάδες στέκουν μαρμαρωμένοι, με τις αλυσίδες στο λαιμό βαριές. Ο γέροντας
πρώτος, απλωμένος προύμυτα στην πλάκα, τα χοντρά χείλη του ανοίγει φάραγγας,
δείχνει τα δόντια του σα να θέλει να χάψει τα πέλαγα. Τα δυο του παιδιά
ανασκελωμένα σηκώνουν τα μάτια με πόνο στον ουρανό, λες και γυρεύουν έλεος.
Δίπλα ο ανιψιός, με τη σαγόνα ξεκλειδωμένη, μορφάζει απαίσια σα να νιώθει ακόμη
τον πόνο του. Κι επάνω απ’ όλους ολόρθο το βασιλόπουλο, ο νικητής και μάρτυρας,
δείχνει χαρά και λύπη στο αγένειο πρόσωπο.
Το τρισεύγενο θύμα έχει
κακούργους για θρόνο του. Η νέα ζωή, πολυθόρυβη, μεγαλοφάνταστη, αντρειωμένη,
σκορπά τριγύρω του ακόμη, φεύγει και χάνεται σαν γάργαρο νερό, που τρέχει κάτω
από ρουπάκι κατάξερο. Και κάπου κάπου φωνή τρεμάμενη, του λαού ίσως, ίσως του
γεροντομπασμένου βασιλιά, θρήνος γίνεται και κράζει το βασιλόπουλο:
-
Καλέ μου και χρυσέ μου, έλα και
πάρε τα. Ντύσου χλαμύδα το σιδεροπουκάμισο· βάλε το Στέμμα στεφάνι αγκαθερό·
κράτει το Σκήπτρο κεντρί του έθνους σου, δέσποζε και κυβέρνα. Κυβέρνα σαν
πατέρας και σα βασιλιάς.