Τον
μακρινό εκείνο καιρό που πήγα στην πρώτη
Δημοτικού δεν είχανε εφευρεθεί ακόμα
τα μπικ όπως και πολλά άλλα. Γράφαμε σε
πλάκα με κονδύλι κι ένα σφουγγαράκι για
να σβήνουμε. Το άλφα όμως και το όμικρον
ήτανε ολόιδια όπως και τώρα. Φορούσαμε
μπλε ποδιές με άσπρο γιακαδάκι και
καλτσάκια που φτάνανε στη μέση της
γάμπας – τα σοσονάκια εφευρέθηκαν
αργότερα. Τόσο παλιά είμαι! Πρώτη
Οκτωβρίου, πρώτη μέρα στο σχολείο.
Δεν ξεχνιέται ποτέ αυτή η μέρα. Μέναμε στο Μαρούσι και λίγες μέρες πριν ανοίξει το σχολείο, πήγαμε με τη μαμά μας η αδελφή μου κι εγώ στην Αθήνα στην οδό Ερμού στο χαρτοπωλείο Πάλλη και Κοτζιά ν’ αγοράσουμε σάκες, κασετίνες κι ό,τι άλλο χρειαζότανε για το σχολείο. Η αδελφή μου, παρ’ ότι ήτανε πιο μεγάλη κι έπρεπε να πάει στη Δευτέρα Δημοτικού, πήγαινε κι αυτή πρώτη φορά σχολείο.
Πριν
μέναμε στη Σάμο κι ο παππούς μας έκανε
μάθημα στην αδελφή μου κι’ έτσι, όταν
ήρθαμε στο Μαρούσι, έδωσε εξετάσεις ως
«διδαχθείσα κατ’ οίκον» και πέρασε
κατευθείαν στη Δευτέρα.
Θα
πηγαίναμε σ’ ένα μικρό ιδιωτικό σχολείο,
που ήτανε πολύ κοντά στο σπίτι. Εκείνη
όμως την πρώτη μέρα μάς συνόδεψε η μαμά
και μια υπηρέτρια που είχαμε γιατί
ήθελε, λέει, να μας καμαρώσει σαν
μαθήτριες, αυτή που δεν είχε περάσει το
κατώφλι κανενός σχολείου και το είχε
καημό. Η αδελφή μου το έπαιζε ξένοιαστη,
εμένα όμως η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά
από αγωνία μα και απόλυτη χαρά γιατί
περίμενα ανυπόμονα αυτή τη μέρα.
Βρισκόμαστε
στην αυλή του σχολείου. Η αδελφή μου
έχει πιάσει κιόλας ψιλοκουβέντα με άλλα
κορίτσια, λες και τα γνώριζε από καιρό.
Εγώ στεκόμουνα με τα χέρια κρεμασμένα
και περίμενα μήπως με πλησιάσει κανένα
παιδί. Στάθηκε δίπλα μου ένα αγόρι. Θα
με περνούσε τουλάχιστον ένα κεφάλι.
Πρόσεξα πως ήτανε πολύ άσπρος – εγώ
μαυροτσούκαλο από τα μπάνια στη Σάμο.Τα
μάτια του καταγάλανα.
– Είσαι
της πρώτης; με ρώτησε.
– Ναι,
κατάφερα μόλις να ψιθυρίσω.
Εν
τω μεταξύ, είχανε βγει στην αυλή ο
διευθυντής και οι δάσκαλοι. Ο διευθυντής
σφύριξε με μια σφυρίχτρα.
– Στοιχιθείτε!
φώναξε. Κάθε τάξη σε ξεχωριστή γραμμή.
Εγώ ακούνητη. Το άσπρο αγόρι μ’ έπιασε
από το χέρι και… στοιχιθήκαμε δυο δυο
πίσω από άλλα παιδιά, που ήτανε κι’αυτά
της πρώτης. Ο διευθυντής και οι δάσκαλοι
στέκονταν πίσω από ένα τραπέζι που ήτανε
σκεπασμένο με άσπρο τραπεζομάντιλο κι
απάνω είχε κάτι που έμοιαζε με γυάλινο
βάζο γεμάτο σκέτο νερό και δίπλα
ακουμπισμένο ένα ματσάκι βασιλικός.
– Ησυχία!
φώναξε ο διευθυντής. Οι ψίθυροι σταμάτησαν
κι ήρθε μπροστά στο τραπέζι και στάθηκε
ένας παπάς. Βούτηξε το ματσάκι το βασιλικό
μέσα στο βάζο κι άρχισε μετά να το κουνάει
και να μας ραντίζει ψέλνοντας. Πάνω στη
μύτη του είχε καθήσει μια μύγα. Κουνούσε
το κεφάλι του μα κείνη δεν έλεγε να φύγει
και τότε της έδωσε μια με το ματσάκι και
πέταξε. Τότε ο διευθυντής κούνησε το
χέρι του προς τις άλλες τάξεις, εκτός
από τη δική μας, και τα παιδιά άρχισαν
να τραγουδάνε με τσιριχτές παράφωνες
φωνές.
«Γλυκό
του κόσμου στήριγμα αθάνατη Μαρία,
εσύ
που ακούς τη δέηση που υψώνουν τα
παιδία….» κι ύστερα δεν καταλάβαινα τι
έλεγαν, τόσο φώναζαν και το άσπρο παιδί
γύρισε και με κοίταξε και χαμογελούσε.
Τέλειωσε
το τραγούδι και εμφανίστηκε κάποιος
που μου φάνηκε γέρος, φορούσε μια μπλε
ποδιά που κούμπωνε μπροστά και του
έφτανε ώς τα γόνατα. Από κάτω κρεμότανε
ένα τσαλακωμένο ριγέ παντελόνι και στα
πόδια είχε κάτι στραβοπατημένα παπούτσια.
Κρατούσε στο χέρι ένα μεγάλο κουδούνι.
Μόλις τον είδαν τα παιδιά φώναξαν,
– Ο
κώδων, ο κώδων.
Και
τότε εκείνος άρχισε να κουνάει τον
«κώδων» πέρα δώθε και να χτυπάει δυνατά.
– Και
τώρα στις τάξεις σας, είπε ο διευθυντής.
Μπήκαμε
σε μια τάξη που έγραφε απέξω σε μια
ταμπελίτσα «Πρώτη Δημοτικού». Τα παιδιά
σπρωχνόντανε να καθίσουν δύο δύο στα
θρανία. Εγώ περίσσεψα και δεν ήξερα τι
να κάνω, η μόνη άδεια θέση ήτανε πλάι
στο άσπρο παιδί. Κείνη την ώρα μπήκε
μέσα μια κοπέλα, πολύ όμορφη. Φορούσε
άσπρη κεντητή μπλούζα και μπλε φούστα.
– Παιδιά,
ησυχία! Είμαι η δασκάλα σας, με λένε
Νίνα. Τα μουρμουρητά σταμάτησαν. Εκείνη
γύρισε σε μένα.
– Εσύ,
κοριτσάκι, γιατί στέκεις όρθια; Κοίταξε
γύρω γύρω και είδε το θρανίο που καθότανε
το άσπρο παιδί.
– Κάθισε
για την ώρα στο δεύτερο θρανίο κι όταν
σας γνωρίσω, θα δω πώς θα καθίσετε.
Πήγα
και κάθισα πλάι στο άσπρο παιδί, που
είχε τόσο μακριά πόδια και καθότανε
λοξά κι έπιανε σχεδόν όλο το θρανίο.
Τραβήχτηκε λίγο και μου έκανε χώρο. Η
κυρία Νίνα άρχισε να διαβάζει τον
κατάλογο με τα ονόματά μας. Το άσπρο
παιδί το λέγανε Ανδρέα Μενδράκο.
– Παρών,
φώναξε με μια λεπτή φωνή μόλις άκουσε
το όνομά του.
– Θα
σας φωνάζω μόλις τα μάθω με τα μικρά σας
ονόματα, είπε η κυρία Νίνα και την
αγαπήσαμε αμέσως. Βγάλαμε τις πλάκες
μας και γράφαμε με το κονδύλι κουλουράκια
και μπαστουνάκια. Μια στιγμή κοίταξα
τον Ανδρέα Μενδράκο, που έβγαλε από την
τσάντα του μια κασετίνα. Μα τι κασετίνα!
Στου Πάλλη και Κοτζιά σίγουρα δεν είχανε
τέτοιες.
Ήτανε
καφέ σκούρα, δερμάτινη κι έκλεινε με
μια χρυσή κλειδαριά μ’ ένα μικροσκοπικό
κλειδάκι. Εκείνος πήρε είδηση πως την
κοίταζα και μου είπε ψιθυριστά:
– Είναι
από τη βυσσινιά.
Αυτό
τουλάχιστον κατάλαβα. Μα πώς είναι
δυνατόν να υπάρχουν βυσσινιές που να
κάνουν κασετίνες! Στο διάλειμμα, μου τα
εξήγησε όλα. Ητανε από την Αβησσυνία.
Εκεί γεννήθηκε αυτός. Ο πατέρας του
δούλευε σε μια ξένη εταιρεία. Πέρυσι,
όμως, ήρθανε στην Ελλάδα.
Απόρησα
πώς γίνεται από την Αβησσυνία και να
είναι τόσο άσπρος. Αφού όλοι εκεί είναι
μαύροι. Ακόμα κι ο Χαϊλέ Σελασιέ, ο
βασιλιάς τους που είδαμε στα επίκαιρα
όταν πήγαμε στον κινηματογράφο να δούμε
τη Σίρλεϊ Τεμπλ. Δεν τον ρώτησα όμως.
Γίναμε
φίλοι. Δεν ξέρω γιατί εκείνος δεν έπαιζε
στο διάλειμμα με τ’ αγόρια, ούτε μπάλα
ούτε ξυλίκι.
Μόνο
στεκότανε όρθιος κάτω από μια σκιά -μα
καλά, πώς έκανε στην Αβησσυνία με τον
ήλιο- κι αν δεν τον πλησίαζα εγώ δεν θα
μιλούσε με κανέναν. Δεν μπορούσα, όμως,
όλη ώρα να είμαι κοντά του. Έπιασα φιλίες
με ένα σωρό κοριτσάκια. Κι όταν περνούσε
ολόκληρο το διάλειμμα χωρίς να τον
πλησιάσω, μόλις άκουγα τον «κώδων» να
χτυπάει έτρεχα κοντά του και τον έπιανα
από το χέρι να μπούμε μαζί στην τάξη.
– Θες
να σου χαρίσω την κασετίνα; μου είπε μια
μέρα πριν κλείσει το σχολείο για τις
διακοπές του Πάσχα.
– Εγώ
τά ‘χασα και δεν απάντησα.
– Καλά,
πάρ’ τη δανεική στις διακοπές, έκανε
και μου την έβαλε στα χέρια.
Μετά
τις διακοπές ο Ανδρέας Μενδράκος, το
άσπρο αγόρι από την Αβησσυνία, δεν
ξαναγύρισε σχολείο. Η κυρία Νίνα μάς
είπε ότι αρρώστησε και μια μέρα μπήκε
στην τάξη με κατακόκκινα μάτια.
– Ας
σηκωθούμε όλοι όρθιοι κι ας μείνουμε
βουβοί κι ας σκεφτούμε ένα λεπτό τον
Ανδρέα. Δεν θα τον ξαναδούμε. Ως το τέλος
του χρόνου έμεινα μόνη στο θρανίο με τη
δερμάτινη κασετίνα και το χρυσό κούμπωμα.
Από την πρώτη Δημοτικού θυμάμαι τον
Ανδρέα Μενδράκο, τη δασκάλα μας την
κυρία Νίνα, α, και τη μύγα που έδιωχνε ο
παπάς από τη μύτη του με το ματσάκι τον
βασιλικό.
http://www.presspublica.gr