«Είμαι ο πειρατής! Είμαι ο πειρατής!»
Παιδιά από τα γύρω διαμερίσματα έβγαιναν παραξενεμένα στα μπαλκόνια τους να δουν ποιος φώναζε. Ήταν νωρίς το απόγευμα μιας καλοκαιρινής μέρας με καύσωνα και όλος ο κόσμος βρισκόταν μέσα στα σπίτια του για να δροσιστεί κάτω από τα κλιματιστικά του. Ο Αντωνάκης όμως ήταν ο μόνος άνθρωπος που βρισκόταν στη μικρή πλατεία, σκαρφαλωμένος πάνω στο δέντρο, να πατά από κλαδί σε κλαδί, να κουνά τα φυλλώματα του δέντρου, να κρεμιέται από τον κορμό του. Ο Αντωνάκης εκείνη την ώρα έπαιζε, αψηφώντας τον καύσωνα και τον ιδρώτα που έτρεχε στο πρόσωπο και στα ρούχα του. Έπαιζε μόνος, όπως μόνος του ήταν εδώ και κάποιες εβδομάδες από τότε που η οικογένειά του μετακόμισε από την επαρχία σε αυτή την κεντρική γειτονιά της Αθήνας.
Είχε κόψει ένα μικρό κλαδί, του είχε βγάλει τα φύλλα και το χρησιμοποιούσε σα σπαθί του, πολεμώντας με αόρατους εχθρούς. Στο παλιό του σπίτι είχε κι άλλα παιδιά να παίξει, όμως εδώ φαίνεται πως όλα τα παιδιά βρίσκονταν μέσα, βλέποντας τηλεόραση και παίζοντας με τους υπολογιστές τους. Από τότε που είχε έρθει δεν είχε δει κανένα από δαύτα να κατεβαίνει στην πλατεία, παρόλο που υπήρχαν αρκετά παιδιά στην περιοχή. Το ήξερε γιατί τα έβλεπε να τον κρυφοκοιτάνε πίσω από τις κουρτίνες. Ο Αντωνάκης όμως θα έπαιζε έστω και μόνος του. Υπολογιστή δεν είχε, όσο για τηλεόραση δεν του άρεσε καθόλου. Αυτός είχε τα δέντρα του και την πλατεία του, του έφταναν αυτά. Έβγαινε από το πρωί έξω, έπαιζε μόνος του και μαζευόταν το βράδυ, αργά τη νύχτα, όταν όλοι βρίσκονταν ξανά μέσα στα σπίτια τους αναζητώντας τη δροσιά.
«Σταμάτα επιτέλους βρομόπαιδο! Δεν μπορούμε να σ’ ακούμε όλη την ώρα», του είχε φωνάξει κάποια στιγμή ένας ηλικιωμένος από ένα μπαλκόνι. Κατόπιν ο άντρας εξαφανίστηκε ξανά μέσα στο διαμέρισμά του. Ο Αντωνάκης φοβήθηκε ότι δεν θα τον ξανάφηναν να παίξει κι άρχισε να φωνάζει πιο σιγά. Τον είχε δει και τις προάλλες αυτόν τον άντρα όταν είχε κατέβει για να πετάξει τα σκουπίδια του στην πλατεία. Τα άφησε δίπλα από ένα γεμάτο κάδο, όπως και όλη η γειτονιά. Ο κάδος είχε φρακάρει, τα σκουπίδια ξεχείλιζαν από αυτόν, έπεφταν πάνω στο λιγοστό γρασίδι και το λέρωναν.
«Μα καλά, έτσι κάνουν όλοι στις μεγάλες πόλεις;», σκέφτηκε.
Τις επόμενες μέρες είδε ένα κορίτσι να κατεβάζει τα σκουπίδια. Αυτό τον παρακολουθούσε που έπαιζε, την πρώτη μέρα στα κλεφτά, μετά ξεθάρρευε όλο και πιο πολύ.
.........................................................................................................................................................
Περισσότερα εδώ:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου