Δεν ξέρουμε. Ας μην μας πιάνει όμως
πανικός. Αυτή η άγνοια δεν φανερώνει κάποια ειδικότερη αδυναμία παρά μόνον μια
ευρύτερη πραγματικότητα: Ότι δεν μπορούμε να θεμελιώσουμε με λογικό τρόπο, με
καθολικά και στέρεα επιχειρήματα, τι είναι ένα καλό «οτιδήποτε».
Ωστόσο, ακόμη κι αν δεν γνωρίζουμε τι
είναι ένα καλό βιβλίο, ίσως γνωρίζουμε κάτι άλλο, πιο σημαντικό, αφού αυτό
θα μας επιτρέψει, εκ των υστέρων πάντοτε, να κάνουμε τη δουλειά μας: Ίσως
γνωρίζουμε ποιο βιβλίο είναι ένα καλό βιβλίο.
Το πρώτο κριτήριο που
προτείνουμε είναι αυτό: Καλό βιβλίο είναι εκείνο το οποίο, αφού το έχουμε
διαβάσει, θέλουμε να το κρατήσουμε. Να το έχουμε. Το βάζουμε στη βιβλιοθήκη
μας, δίπλα στο κρεβάτι μας, το αφήνουμε χωρίς λόγο ξεχασμένο πάνω στο γραφείο
μας. Είναι αυτό που στην επόμενη μετακόμιση δεν θα το αφήσουμε πίσω μας, ούτε
θα το βγάλουμε μαζί με άλλα σε κούτες στο δρόμο, δεν θα φωνάξουμε κάποιο
παλιατζή ή πλανόδιο μικρέμπορο να το πάρει όσο όσο. Αισθανόμαστε, χωρίς να
ξέρουμε γιατί, ότι κάτι μας συνδέει μαζί του: έχει γίνει κομμάτι «αυτού που
είμαστε».
Τα καλά βιβλία, τα βιβλία δηλαδή που
είναι για τον καθένα από εμάς καλά, τα βάζουμε συνήθως σε βιβλιοθήκες. Όταν
μετά από καιρό σταθούμε απέναντι σε αυτές τις βιβλιοθήκες, κι αφού έχουν
μεσολαβήσει μετακομίσεις, εκκαθαρίσεις, μας αρέσει να αφήνουμε το βλέμμα μας να
τα διατρέχει. Ίσως πάρουμε στο χέρι μας κάποιο από αυτά, ίσως ακόμη διαβάσουμε
μερικές γραμμές, ανατρέξουμε ξανά στην αρχή ή στο τέλος, προσπαθώντας να
ανακαλέσουμε στο μυαλό μας το περιεχόμενό του, μια φράση που μας είχε
συγκινήσει, μια ιδέα που μας είχε αποτυπωθεί. Δεν αποκλείεται, αν είμαστε
άνθρωποι που διαβάζουμε συστηματικά, ή που μας αρέσει ούτως ή άλλως να αφήνουμε
το αποτύπωμά μας στα βιβλία μας, να πέσουμε πάνω σε κάποια σημείωση στο
περιθώριο, σε κάποια σκέψη που σκαρώσαμε στα γρήγορα. Ίσως μάλιστα
ξαναδιαβάσουμε κάποιες από τις υπογραμμισμένες φράσεις πασχίζοντας να θυμηθούμε
για ποιο λόγο μας εντυπωσίασε αυτή και όχι η αμέσως επόμενη που τώρα μας
φαντάζει πιο ενδιαφέρουσα.
Τέτοιες στιγμές συνειδητοποιούμε
κάτι που έτσι κι αλλιώς υποψιαζόμασταν: Τα καλά βιβλία είναι ζωντανοί
οργανισμοί, αλλάζουν όπως κι εμείς. Κάθε φορά που τα ανοίγουμε δεν είναι ποτέ
ίδια με την προηγούμενη. Τα βιβλία αυτά δεν εξαντλούν τους χυμούς τους παρά
μόνο όταν εμείς πάψουμε, για δικούς μας λόγους, να θέλουμε να αντλήσουμε κάτι
από αυτά.
Σημαίνει άραγε αυτό ότι θα
μπορούσαμε σε όλη μας τη ζωή να διαβάζουμε το ίδιο καλό βιβλίο; Θα μπορούσαμε,
ενδεχομένως. Θα έπρεπε, ωστόσο; Η δική μας απάντηση είναι όχι. Δεν θα
έπρεπε. Θα προσθέταμε μάλιστα ότι ένα δεύτερο κριτήριο για το
ποιο είναι ένα καλό βιβλίο σχετίζεται με αυτό ακριβώς το σημείο. Καλό βιβλίο,
λοιπόν –εκτός από εκείνο που αφού το διαβάσουμε θέλουμε να το κατέχουμε–, είναι
το βιβλίο που μας γεννά τη λαχτάρα να διαβάσουμε ακόμη ένα καλό βιβλίο.
Ειδάλλως, δεν θα ήταν καλό βιβλίο, αλλά «ΤΟ καλό βιβλίο», η Βίβλος δηλαδή. Κατά
βάθος, το μόνο που χωρίζει εμάς τους βιβλιόφιλους από τους πιστούς ΤΟΥ Βιβλίου
(τους... Βιβλόφιλους) είναι ακριβώς αυτό ΤΟ άρθρο.
* Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε για
πρώτη φορά την άνοιξη του 2009 στον βιβλιολογικό ιστότοπο diavasame.gr
http://www.bookpress.gr/stiles/sintaktikon/ti-einai-ena-kalo-vivliio
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου